Quantcast
Channel: ΙΕΡΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
Viewing all 364 articles
Browse latest View live

Η στάση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου έναντι των Γερμανών κατακτητών

$
0
0
Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΚΑΤΑΚΤΗΤΩΝ

Κείμενο-Φωτογραφίες, Αρχιμανδρίτης Ιουστίνος Δ. Μαρμαρινός, Δντης Θρησκευτικού ΓΕΝ

Διαβάστε εδώ

Δελτίο Τύπου 15 Νοεμβρίου 2016

$
0
0
Tην Tρίτη 15 Νοεμβρίου 2016, συνήλθε σε τακτική συνεδρίαςη το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιερού Συνδέσμου Kληρικών Ελλάδος, στην οποία συζητήθηκαν όλα τα θέματα της ημερήσιας διάταξης.

Το Δ. Σ. αποφάσισε την πραγματοποίηση της ετήσιας Γενικής Συνέλευσης του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος στον Ιερό Ενοριακό Ναό Αγίου Ελευθερίου (οδού Αχαρνών) της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, την Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017.
Το υπό κατάρτιση πρόγραμμα θα περιλαμβάνει την τέλεση Θείας Λειτουργίας (Ιερατικού Συλλείτουργου) και Μνημοσύνου, τις εργασίες της Γ. Σ. με τον χαιρετισμό του προέδρου του Ι. Σ. Κ. Ε. και άλλων εκπροσώπων αδελφών συνδέσμων που θα προσκληθούν, τον οικονομικό απολογισμό για το παρελθόν έτος, την έκθεση της εξελεγκτικής επιτροπής και τον προϋπολογισμό του 2017, την ενημέρωση στο θέμα του νέου ασφαλιστικού με βάση τον Νόμο 4387 από τον εκπρόσωπο μας στο ΕΦΚΑ.

Κεντρικός ομιλητής ορίσθηκε ο Θεολόγος και Διδάκτωρ Νομικής, Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Τρομπούκης, με επίκαιρο θέμα, το οποίο θα ανακοινωθεί.

Όσον αφορά στο πλήρες πρόγραμμα της Γενικής Συνελεύσεως, αυτό θα ανακοινωθεί προσεχώς.

Σε απάντηση απόφασης και σχετικού εγγράφου του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, για την υπόδειξη εκπροσώπων από πλευράς του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος για τη συμβουλευτική επιτροπή μισθωτών Δημοσίου Τομέα για τον Ε.Φ.Κ.Α, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ι.Σ.Κ.Ε αποφάσισε ομόφωνα να ορίσει ως τακτικό εκπρόσωπο τον Πρωτοπρεσβύτερο Ευάγγελο Φεγγούλη, και ως αναπληρωματικό εκπρόσωπο τον Πρωτοπρεσβύτερο Κωνσταντίνο Μιχαηλίδη.

Το Δ. Σ. είχε αποστείλει το υπ'αριθ' 9/29/09/2016 υπόμνημα στον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο και στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, με το οποίο επανέφερε το πάγιο αίτημα του Ι.Σ.Κ.Ε. για την συμμετοχή εκπροσώπου του, οσάκις συζητούνται θέματα που αφορούν τον Εφημεριακό κλήρο στην Ιερά Σύνοδο. Μέχρι σήμερα δεν υπήρξε καμία απάντηση προς τον Ι.Σ.Κ.Ε.

​​​​​​Εκ του Γραφείου Τύπου.

Ηλία Μηνιάτη. Λόγος πανηγυρικός στα Εισόδια της Θεοτόκου.

$
0
0
ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Και είδον, και ιδού πλήρης δόξης ο Οίκος Κυρίου». (Ιεζεκ. Κεφ. μα')

ΗΛΙΑ ΜΗΝΙΑΤΗ (1669-1714) ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΕΡΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ

Ιδού η μεγαλύτερα θυσία, όπου να έγεινε προς τον Θεόν, αφού εκτίσθη ο κόσμος. Μαρία, η αειπάρθενος κόρη, εις την ηλικίαν τριών χρόνων προσφέρεται να αφιερωθή προς τον Κτίστην, εις τον ναόν της Ιερουσαλήμ. Καθώς δεν εστάθη άλλο ένα τελειότερον πράγμα, έτσι δεν εστάθη άλλη μία τιμιωτέρα προσφορά και εις τον Θεόν πλέον ευπρόσδεκτος. Όθεν, όταν εγώ με ευλαβητικήν θεωρίαν στοχάζομαι την σεβάσμιον ταύτην είσοδον, φαίνεται μοι να βλέπω ένδοξον αλη­θινά και λαμπράν πανήγυριν εδώ κάτω εις την γην, μέσα εις την αγίαν πάλιν άλλ'όμως και άλλην ενδοξοτέραν και λαμπροτέραν φαν­τάζομαι εκεί επάνω εις τον ουρανόν, μέσα εις τον παράδεισον. Βλέ­πω εδώ να προπορεύωνται λαμπαδηφόροι παρθένοι, πανηγυρίζουσαι χαρμασύνως την αειπάρθενον και εκεί αστραπομόρφων αγγέλων ταξιαρχίαι να χορεύουσιν, υμνολόγουσαι φαιδρώς την εν σώματι καθαρωτέραν των Ασωμάτων.

Εδώ ο μέγας αρχιερεύς απλώνει τας ευλαβητικάς χείρας και, θεία επιπνοία εμφορηθείς, εισάγει μέσα εις τα άγια των αγίων την έμψυχον κιβωτόν τού αγιάσματος˙ και εις τον ίδιον καιρόν ανοίγει τους μακαρίους κόλπους ο προαιώνιος πατήρ και δέχεται εκ δεξιών τού θρόνου της θείας μεγαλειότητος τού υιού αυτού την προορισθείσαν μητέρα. Διπλή είναι η είσοδος της κεχαριτωμένης Θεόπαιδος· μία μεν ορατή εδώ εις το ιερόν, και άλλη νοερά εκεί εις τας λαμπρότητας των αγίων και δια τούτο, εδώ πλήρης θείας φωτοφανείας ακτινοβολεί ο ναός τού Σολομώντος, και εκεί διπλούν αστράπτει της τρισηλίου θεαρχικής αίγλης το τρισόλβιον φως· όθεν ίσως εις τούτο αφεώρα ο Ιεζεκιήλ, όταν έλεγε˙ «και είδον, και ιδού πλή­ρης δόξης ο οίκος Κυρίου»· ο οίκος Κυρίου, και επίγειος δηλαδή και ουράνιος. Όμως εγώ, φιλέορτοι ακροαταί, δεν θέλω σήμερον να στοχασθώ άλλο, ούτε εις την γην ούτε εις τον ουρανόν, παρά αυτήν την θοοχαρίτωτον Κόρην, την οποίαν, βλέποντας να εμβαίνη εις τον ναόν τού Θεού, την στοχάζομαι αληθινά ένα έμψυχον ναόν της Θεότητας, περί τού οποίου ημπορώ να ειπώ αρμοδιώτερον «και είδον, και ιδού πλήρης δόξης ο οίκος Κυρίου».

Και ο ναός τού Σολομώντος και ο,τι ευρίσκετο μέσα εις τον ναόν ιερόν και σεβάσμιον, όλα ήτον τύπος των προνομίων της παρθένου Μαρίας, η οποία αληθινά είναι ναός έμψυχος τού Θεού. Και πρώτον μεν αυτός ο Σολομών, οπού μεθερμηνεύεται βασιλεύς ειρήνης, ο κτί­στης τού ναού, εις τού οποίου την οικοδομήν έβαλεν όλον του τον πλούτον και σοφίαν, δια να κάμη το μεγαλοπρεπέστατον και ωραιότατον έργον, οπού να εφαίνετο εις την γην, είναι εικών τού ουρανίου δημιουργού και παμβασιλέως Θεού, οπού λέγεται εν ταις Γραφαίς «άρχων ειρήνης», οπού, δά να πλάση την παρθένον Μαρίαν, επεχειρίσθη όλον τον πλούτον της θείας του παντοδυναμίας, της θείας του σοφίας, της θείας του αγαθότητος, δια να κάμη το τελειότερον και ευγενέστερον ποίημα εις την φύσιν των όντων.

Αυτή η Παρθένος το ομολογεί: «εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός· εποίησε κράτος εν βραχίονι αυτού»· οπού θέλει να ειπή: δια να την πλάση ο Θεός, έκαμε τόσον, όσον εδύνατο να κάμη ένας Θεός παντοδύναμος. Την έπλασε με ένα κάλλος σωματικόν, οπού παραβαλλόμενον, αυξάνει πολύ αυτό το κάλλος των άυλων πνευμάτων. Με μίαν ψυχήν, σκεύος δεκτικόν όλων ομού των υπερφυών χαρισμάτων τού πνεύματος· Με ένα νουν, φωτισμένον προς την γνώσιν της αληθείας, με όλας τας ακτίνας των θείων εκλάμψεων. Με θείαν θέλησιν, αναμμένην προς την έφεσιν τού αγαθού, με όλας τας φλόγας τού θείου έρωτος, οπού εστάθη ακατά­παυστα ενεργούν και συνεργούν το πανάγιον Πνεύμα. Ο Ιερός Αυ­γουστίνος ονομάζει την πλάσιν της παρθένου: «έργον αϊδίου βουλής». Τούτος ο κόσμος, οπού βλέπομεν.......................

Πράγμα εξαίσιον εστάθη εις την οικοδομήν τού ναού˙ διατί λέ­γει «και ο οίκος εν τω οικοδομείσθαι αυτόν, λίθοις ακροτόμοις ολοκλή-ροις ωκοδομήθη˙ και σφύρα και πέλεκυς και παν σκεύος σιδήρου ουκ ηκούσθη», και τα εξής... Αλλά διατί τόση έξοδος και τόση επιμέλεια εις την οικοδομήν; διατί· και τα εξής...................

Αλλά πλέα εξαίσιον πράγμα εστάθη εις την Παρθένον, η οποία, επειδή και έμελλε να είναι (καθώς ψάλλει η Εκκλησία) ο καθαρώτα-τος ναός τού Σωτήρος, το ιερόν θησαύρισμα της δόξης τού Θεού, το κατοικητήριον της σεσαρκωμένης Θεότητος, το έμψυχον παλάτιον τού ουρανίου Βασιλέως, ήτον και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν—λέγει ο θεολόγος — προετοιμασμένη, προκαθαρμένη, τετελειωμένη, κεχαριτωμένη. «Άνθρωπος Θεός κυηθείς εκ Παρθένου, και ψυχήν και σάρκα προκαθαρθείσης τω Πνεύματι»· εις τρόπον ότι η Παρθένος Μαρία, όταν έγεινεν από τον Θεόν, υπερέβη την φύσιν τού νόμου, και όταν εγέννησε τον Θεόν, υπερέβη τον νόμον της φύσεως.1

Εννέα πράγματα ήτον μέσα εις τον ναόν τού Σολομώντος, τα ιερώτερα και σεβασμιώτερα· πρώτον η Επτάφωτος λυχνία· δεύτερον η τράπεζα της προθέσεως των άρτων τρίτον το χρυσούν θυμιατήριον τέταρτον, η στάμνος η χρυσή, όπου είχε το μάννα· πέμπτον, αι πλά­κες της Διαθήκης, όπου ήτον γραμμένος ο δεκάλογος· έκτον, η ράβδος τού Ααρών, όπου εβλάστησεν εβδομον, η κιβωτός·όγδοον τα Χερουβίμ, όπου επεσκίαζον το Ιλαστήριον και έννατον τα άγια των άγιων όλα τύπος, όλα αινίγματα και σκιαί των προνομίων της Θεομήτορος. Αυτή ήτον όντως η επτάφωτος λυχνία των επτά χαρισμάτων τού α­γίου Πνεύματος, με τα οποία έλαμπε — λέγει ο μέγας Αθανάσιος — από τους πρώτους χρόνους της ηλικίας. Αυτή ήτον η ζωηφόρος τρά­πεζα του άρτου της ζωής. Αυτή το χρυσούν θυμιατήριον όπου εκράτησεν αφλέκτως το πυρ της Θεότητος. Αυτή η στάμνος η χρυσή, οπού εβάσταξε το ουράνιον μάννα. Αυτή η πλάκα, οπού έφερε σωματούμενον τον ενυπόστατον Λόγον. Αυτή η ράβδος, όπου εβλάστησε παραδό­ξως το άνθος της αφθαρσίας. Αυτή η κιβωτός, οπού έσωσεν εκ τού κα­τακλυσμού της αμαρτίας το ανθρώπινον γένος. Αυτή το θείον ιλαστήριον, οπού επεσκίαζεν, όχι τα Χερουβίμ, άλλ'αυτή η δύναμις τού Υψίστου. Αυτή η θεοδόχος γαστήρ, τα όντως άγια των αγίων, οπού άπαξ εισήλθεν ασπόρως και εξήλθεν αφθόρως ο αθάνατος Αρχιερεύς, όταν ο Λόγος σαρξ εγένετο.

Και ιδού η Παρθένος Μαρία, ναός έμψυχος τού Θεού, τον οποίον επροεικόνιζε τυπικώς εκείνος τού Σολομώντος· όθεν και η δό­ξα εκείνη, οπού επλήρωσε μετά την καθιέρωσιν τον ναόν τού Σολο­μώντος, αίνιγμα μόνον αμυδρόν ήτον της απειρουσίου δόξης, οπού επλήρωσε την Θεομήτορα, περί της οποίας προφητικώς το Πνεύμα το άγιον προανεφώνησε˙ «και είδον, και ιδού πλήρης δόξης ο οίκος Κυ­ρίου». Διατί, τριών χρόνων ούσα η Παρθένος, εισήλθεν εις τον ναόν; εις τους τρεις χρόνους, γνωρίζεται το μέγεθος της ηλικίας τού ανθρώπου˙ όστις, όσος είναι εις τους τρεις χρόνους, δύο φοραίς τόσον ακόμη αυξάνει και όχι περισσότερον ή ολιγώτερον το σημειώνει ο μέγας Βα­σίλειος εις την εξαήμερον: «όσος εν τη τριετία, δις τοσούτος έσται». Τριών χρόνων ήτον η Παρθένος και είχε τόσην αγιότητα οπού ενομίσθη αξία να εισέλθη εις τα άγια των αγίων, όπου δεν εισέβαινε τινάς άλλος, παρά μόνος ο Αρχιερεύς, και τούτος μίαν φοράν τον χρόνον λοιπόν από τούτο απεικάζομεν, πως η Παρθένος με τον καιρόν έμελλε να αυξήση δύο φοραίς τόσον ακόμη εις την αγιότητα˙ ήγουν, καθώς ούσα τριών χρόνων υπερέβαινεν εις την αγιότητα όλους τους δικαίους και προφήτας και πατριάρχας τού παλαιού νόμου· έτσι έμελ­λε να αυξήση άλλο τόσον εις την αγιότητα, άλλο τόσον να υπερέβη όλους τους Αποστόλους και μάρτυρας και οσίους και διδασκάλους της Εκκλησίας· Και πάλιν άλλο τόσον να υπερέβη όλους και Αγγέλους και Αρχαγγέλους και Σεραφείμ και Χερουβείμ του ουρανού. Όθεν, αν τριών χρόνων έφθασεν έως εις τα άγια των αγίων τού ναού, έως τέλους θέλει φθάσει έως εις τα άγια των αγίων τού παραδείσου˙Έως δηλαδή εις αυτόν τον θρόνον της τρισηλίου Θεότητός. Και εδώ αλη­θινά την προείδεν ανεβασμένην ο προφητάναξ Δαυίδ: «παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου»· και τούτο είναι το σωστόν μέγεθος της αγιότητας, οπού έλαβεν η Παρθένος, ο έμψυχος ναός τού Θεού˙ πλήρης χάριτος εδώ εις την γην, πλήρης δόξης εις τον ουρανόν «και είδον, και ιδού πλήρης δόξης ο οίκος Κυρίου».

Αλλά εσύ, δεδοξασμένη Παρθένε, εσύ εμβαίνεις σήμερον εις τον ναόν τού Θεού, ο έμψυχος ναός τού Θεού· εμβαίνεις εις τα άγια των αγίων, το ηγιασμένον σκήνωμα τού Υψίστου· εμβαίνεις εις το ιλαστήριον τού Κυρίου, ο ιλασμός των ψυχών ημών˙ και ημείς, ωσάν αι λαμπηδοφόροι Παρθένοι, με καρδίας αναμμένος από ευλάβειαν, σε δορυφορούμεν νοερώς και πανηγυρίζομεν εν αγαλλιάσει πνευματική τα ένδοξά σου εισόδια. 3
_____________________________
1.Λογ. κβ', εις τον Ευαγγελ.

2.Ομιλ. Γ.

3.Επειδή ο λόγος ούτος δεν είναι κυρίως ειμή σημειώσεις τινές του συγγραφέως, δια τούτο ετέθησαν εν τω μεταξύ αι φαινόμεναι στιγμαί προς δείξιν των ελλείψεων,

Από το βιβλίο: ΔΙΔΑΧΑΙ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΗΛΙΑ ΜΗΝΙΑΤΗ (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΣ. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ)

Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο του Συνδέσμου Κληρικών Χίου

$
0
0
Χίος, 18 Δεκεμβρίου 2016
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Την Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016 πραγματοποιήθηκε στην έδρα του Συνδέσμου στον Άγιο Γεώργιο Βροντάδου Εκλογοαπολογιστική Συνέλευση σύμφωνα με την πρόσκληση που απηύθυνε το απερχόμενο Διοικητικό Συμβούλιο.

Μετά τον απολογισμό εκλέχτηκε τριμελής Εφορευτική Επιτροπή αποτελούμενη από τους πατέρες Δημήτριο Καλίκα, Δημήτριο Γαΐλλα και Γεώργιο Λούρο η οποία διεξήγαγε με άψογο τρόπο τις αρχαιρεσίες που ακολούθησαν για την ανάδειξη νέου 7αμελούς Διοικητικού Συμβουλίου και 3μελούς Ελεγκτικής Επιτροπής για τριετή θητεία.

Το νεοεκλεγέν Διοικητικό Συμβούλιοσυγκροτήθηκε σε σώμα ως εξής:

Πρόεδρος: Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Κωνσταντίνου (Εφημέριος Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλλιμασιάς) 

Αντιπρόεδρος: Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Κοντός (Εφημέριος Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Βροντάδου)

Γενικός Γραμματέας: Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Πύρρος (Εφημέριος Ι. Ν. Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Λαγκάδας)

Ταμίας: Οικονόμος Δημήτριος Μαρμαράς (Εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Ειρήνης Κάμπου)

Μέλος: Πρωτοπρεσβύτερος Αντώνιος Τσουκαλάς (Εφημέριος Ι. Ν. Παναγίας Μουτσαίνης Βροντάδου)

Μέλος: Οικονόμος Γεώργιος Κολόμβος (Εφημέριος Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Πυργίου)

Μέλος: Πρεσβύτερος Γεώργιος Αρακάς (Εφημέριος Ι. Ν. Εισοδίων Θεοτόκου Νεοχωρίου)

Αναπληρωματικό Μέλος: 

Οικονόμος Γεώργιος Γεώργαλος (Εφημέριος Ι. Ν. Παναγίας Κοκοροβιλιάς Κάμπου)

Για την Ελεγκτική Επιτροπή:

Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Χανδρής (Εφημέριος Ι. Ν. Αγίου Λουκά Λειβαδίων)

Οικονόμος Αντώνιος Σακουλάς (Εφημέριος Ι. Ν. Παναγίας Ευρετής Βαρβασίου)

Οικονόμος Κωνσταντίνος Μελεξές (Εφημέριος Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου Νενήτων) 

Εκπρόσωπος Τύπου ορίστηκε ο πρόεδρος του Συνδέσμου π. Γεώργιος Κωνσταντίνου. 

Πῶς θὰ ὑποδεχθοῦμε τὸ νεογέννητο Χριστό μας;

$
0
0
Ὅταν περιμένουμε τὴ γέννηση ἑνὸς νέου μέλους τοῦ οἰκογενειακοῦ μας περιβάλλοντος, τὴ γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ, ἀναλωνόμαστε σὲ διάφορες προετοιμασίες. Ἑτοιμάζουμε χῶρο στὸ σπίτι γιὰ τὸ κρεββατάτι τοῦ μωροῦ, ἀγοράζουμε ροῦχα, στολίζουμε γιορτινὰ τὸ δωμάτιο, ἑτοιμαζόμαστε γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουμε δῶρα χρήσιμα. Οἱ ἑτοιμασίες αὐτὲς συνοδεύονται ἀπὸ μεγάλη χαρά, ἀφοῦ θὰ γεννηθεῖ «ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον» (Ἰωάν. ιστ΄ 21).

Ἂν οἱ προετοιμασίες μας γιὰ τὴ γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ καὶ τὴν ὑποδοχή του στὸ σπίτι μας εἶναι πολύμηνες, οἱ προετοιμασίες μας γιὰ τὴν γέννηση καὶ ὑποδοχὴ τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ στὶς καρδιές μας δὲν θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἀνάλογες;Ἂν σκεφθοῦμε ὅτι Ἐκεῖνος, ὁ Σωτήρας μας Χριστός, γεννήθηκε γιὰ ἐμᾶς, ὅτι ἐγκατέλειψε τὸν οὐρανὸ καὶ ἦλθε στὴ γῆ «Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων ὑπάρχων Θεὸς ἡμῶν», γιὰ νὰ ἀνεβάσει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους στὸν οὐρανό, τί προετοιμασίες ὀφείλουμε νὰ κάνουμε; Ἕνας Θεὸς γεννᾶται. Ἕνας Βασιλεύς, ὁ Βασιλεὺς τῶν Βασιλέων καὶ Κύριος τῶν Κυριευόντων, γίνεται ὁ ἔσχατος τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ βασιλεύσει στὶς καρδιές μας καὶ νὰ τὶς θεώσει. Δὲν θὰ πρέπει νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε ὡς Βασιλιά; Σὲ κάθε Θεία Λειτουργία λέμε: «Ὡς τὸν Βασιλέα ῶν ὅλων ὑποδεξάμενοι». Τί δῶρα χρήσιμα μποροῦμε νὰ τοῦ προσφέρουμε;

Οἱ Τρεῖς Μάγοι στὸ νεογέννητο Χριστὸ προσέφεραν δῶρα, «σμύραν, χρυσὸν καὶ λίβανον» (Ματθ. β΄ 11) συμβολικά. Ὁ χρυσὸς προσφέρεται στὸ Χριστό-Βασιλιά, τὸ λιβάνι στὸ Χριστό-Ἀρχιερέα καὶ ἡ σμύρνα στὸν Χριστό-ἄνθρωπο, ἀφοῦ τὸ πρῶτο καὶ τὸ τελευταῖο δῶρο τῶν ἀνθρώπων στὸν ἐνανθρωπήσαντα Χριστό μας ἦταν ἡ σμύρνα. Σμύρνα προσέφεραν οἱ μάγοι στὴ γέννησή Του καὶ σμύρνα μὲ ἀλόη ὁ Νικόδημος κατὰ τὸν ἐνταφιασμὀ Του, τὴν προπομπή Του πρὸς τὴν ἀθανασία, πρὸς τὸν οὐρανό, «ὅπου ἦν τὸ πρότερον» (Ἰωάν. στ΄ 62).

Οἱ λέξεις «παιδίον νέον» καὶ «Θεὸς» εἶναι οἱ πλέον ἀποκαλυπτικὲς γιὰ τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ μας καὶ συγκινοῦν ὅλους μας. Αὐτὸ συμβαίνει, γιατὶ κατὰ ἀνεξήγητο τρόπο τὸ μυστήριο αὐτὸ ἀπευθύνεται στὸ παιδὶ ποὺ συνεχίζει νὰ ζεῖ μυστικὰ μέσα στὸν καθένα μας, σὲ κάθε ἐνήλικα, στὸ παιδὶ ποὺ συνεχίζει νὰ ἀκούει ὅ,τι ὁ ἐνήλικας ἔχει πάψει νὰ ἀκούει, καὶ ποὺ ἀνταποκρίνεται μὲ μία χαρά, ποὺ ὁ ἐνήλικας, μέσα στὸ γήϊνο, ὑπερώριμο, κουρασμένο καὶ κυνικὸ κόσμο ποὺ ζεῖ, ἀδυνατεῖ νὰ νιώσει. 

Αὐτὸ τὸ παιδὶ μέσα μας πρέπει νὰ γεννηθεῖ αὐτὲς τὶς ἡμέρες, γιατὶ μόνο σὰν παιδιὰ ἄδολα καὶ ἄκακα θὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε τὴ χαρὰ τῆς γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου μας. Ἀλλὰ γιὰ νὰ χαροῦμε σὰν παιδιὰ πρέπει καὶ ἡ καρδιά μας νὰ γίνει παιδική. Πρέπει νὰ κάνουμε σχετικὲς προετοιμασίες. Εἴμαστε πρόθυμοι νὰ τὶς κάνουμε; Ἑτοιμάζουμε τὸ χῶρο τῆς καρδιᾶς μας νὰ ὑποδεχθεῖ τὸ «Παιδίον Νέον» καὶ νὰ τὸ φιλοξενήσει ἢ θὰ τὸ ἀφήσουμε νὰ μείνει ἄστεγο, ὅπως τότε στὴ Βηθλεέμ, ὅπου «οὐκ ἦν τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λουκ. β΄ 7); Ἑτοιμάζουμε τὸ δικό μας καρδιακὸ χῶρο ὁ καθένας, ὅ, τι κι ἂν μᾶς στοιχίσει αὐτό; Τοῦ προσφέρουμε ὅ,τι πολυτιμότερο ἔχουμε ὡς δῶρο ἢ ὅ,τι περιττὸ καὶ ἄχρηστο;

Ἐκεῖνος ὡς Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ δῶρα, ἀφοῦ εἶναι αὐτάρκης, εἶναι ὁ αἰώνιος δωρεοδότης, οὔτε ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ στέγη, αὐτὸς ποὺ ἔχει «θρόνον τὸν οὐρανὸν καὶ ὑποπόδιον τὴν γῆν». Τί, ὅμως, θέλει, ἀπὸ ἐμᾶς; Τί μᾶς ζητάει; Ζητάει νὰ τοῦ προσφέρουμε τὴν καρδιά μας λέγοντας: «Υἱέ μου, δός μοι σὴν καρδίαν» ( Παρ. κγ΄ 26). Δὲν μᾶς ζητάει χρήματα, δὲν θέλει πράγματα, δὲν θέλει τάματα, δὲν θέλει κεριά, δὲν θέλει θυσίες, θέλει μόνο τὴν καρδιά μας μὲ ὅ,τιδήποτε αὐτὴ περιέχει, μὲ τὰ συναισθήματά μας, τὶς ἐπιθυμίες μας, τὴ θέλησή μας, τὶς ἀνησυχίες μας, γιὰ νὰ μᾶς ἡσυχάσει, νὰ μᾶς ἠρεμήσει, νὰ μᾶς ἁγιάσει. Θέλει ἐπίσης, καὶ τὸ κυριώτερο, τὶς ἁμαρτίες μας, γιὰ νὰ τὶς ἐξαλείψει». Ἂς θυμηθοῦμε τὸν Ὅσιο Ἱερώνυμο στὴ Βηθλεὲμ πού, ὅταν ρώτησε τὸν Κύριο ποὺ τοῦ ἐμφανίσθηκε τί δῶρο νὰ τοῦ κάνει, ἐκεῖνος εἶπε: «Τίς ἁμαρτίες σου θέλω»! 

Γιὰ νὰ γίνουμε πάλι παιδιὰ στὴν καρδιὰ καὶ νὰ γιορτάσουμε χαρούμενα καὶ ἀνέμελα αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες ἂς προσφέρουμε στὸ «Παδίον Νέον» τὶς ἁμαρτίες μας, προευτρεπίζοντας τὸ σπήλαιο τῆς καρδιᾶς μας μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, εἰλικρινῆ ἐξομολόγηση, μετάληψη τοῦ Σώματος καὶ Αἵματός Του, αὐτῶν ποὺ μᾶς μεταγγίζουν θεία ζωή, ὥστε νὰ νικήσουμε τὸ θάνατο τόσο διὰ τῆς πίστεώς μας στὸν Νικητὴ τοῦ θανάτου ὅσο καὶ διὰ τῶν ἀγαθῶν ἔργων μας, αὐτῶν ποὺ θὰ ἀποδεικνύουν τὴν ἀληθινή μας πίστη.

Ποιά εἶναι αὐτὰ τὰ καλὰ ἔργα; Εἶναι ὅσα ἐπιβεβαιώνουν τὴν πίστη μας στὸ Χριστό, στὴν αὐταγάπη, συνεπῶς τὰ ἔργα ἀγάπης, τὰ ἔργα ποὺ ὑλοποιοῦν τὴν πνοὴ τῆς χριστιανικῆς μας πίστεως. Τὰ ἔργα αὐτὰ πρέπει νὰ εἶναι τὰ ἔργα τῆς καθημερινότητος ποὺ κατατάσσουν ὅλους μας τοὺς νόμιμους ἀγωνιστὲς στὴ χορεία τῶν πιστῶν στὸ Χριστό, ἀφοῦ «ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι» (Ἰακ. β΄ 26) καὶ τὰ ἔργα αὐτὰ ὀφείλουν νὰ ἀποτελοῦν μόνιμη φροντίδα μας καὶ ἀντικείμενο ἐκμαθήσεώς τους. 

Μὴν περιμένουμε νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Χριστό μας ὡς κοσμικὸ ἄρχοντα, ὅπως τὸν περίμεναν οἱ Ἰσραηλίτες, πανίσχυρο μὲ ἀδιαμφισβήτητη ἐξουσία καὶ παγκόσμια ἐπιρροή, κάτι στὸ ὁποῖο παραπέμπουν καὶ οἱ πλάνες τῶν σημερινῶν Ἰεχωβιτῶν. Δὲν θὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε ὡς ἕνα κοινωνικὸ ἐπαναστάτη, ἴσως τὸ μεγαλύτερο παγκοσμίως, ποὺ ἀντιτάχθηκε καὶ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο Του μόνιμα ἀντιτάσσεται στὴ βία καὶ τὴν κοινωνικὴ ἀδικία. Θὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε ὡς μακρόθυμο Κύριο καὶ Σωτήρα ποὺ κάνει πολλὴ ὑπομονή, μέχρις ὅτου λάβει πῦρ ἐξ οὐρανοῦ καὶ κατακαύσει τοὺς ἀσεβεῖς, τοὺς αὐτονομημένους, τοὺς ἀδικοῦντες ἀποδίδοντας διαιοσύνη. Θὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε ὡς Λυτρωτή μας, ὡς Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας, γιὰ χάρη ὅλων τῶν ἀνθρώπων, τοὺς ὅποίους ὅλους θέλει νὰ τοὺς κάνει Θεοὺς κατὰ Χάρη. 
Ἂς ὑποδεχθοῦμε, λοιπόν, τὸν Χριστό μας , Αὐτὸν ποὺ μᾶς εἶπε: «γέννησθε ὡς τὰ παιδία» (Ματθ. 18, 3), ὡς παιδιά. Τί σημαίνει αὐτό; Τί λείπει ἀπὸ τοὺς ἐνήλικες, ἢ καλύτερα, τί ἔχει στραγγαλισθεῖ, ἔχει καταπνιγεῖ, ἔχει ἐκμηδενισθεῖ ἀπὸ ἕνα παχὺ στρῶμα ἐνηλικιότητας; Δὲν εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα αὐτὴ ἡ ἱκανότητα, ἡ τόσο χαρακτηριστικὴ τῶν παιδιῶν, νὰ θαυμάζουν, νὰ ἀγάλλονται καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο νὰ εἶναι γνήσια στὴ χαρὰ καὶ στὴ λύπη;

Ἡ ἐνηλικίωση στραγγαλίζει ἐπίσης τὴν ἱκανότητα νὰ ἐμπιστεύεσαι, νὰ αὐτοεγκαταλείπεσαι, νὰ ἀφήνεσαι τελείως στὴν ἀγάπη καὶ νὰ πιστεύεις μὲ ὅλη σου τὴν ὕπαρξη. Τελικὰ τὰ παιδιὰ παίρνουν στὰ σοβαρὰ ὅ,τι οἱ ἐνήλικες δὲν μποροῦν πλέον νὰ ἀποδεχθοῦν, ὅπως εἶναι τὰ ὄνειρα, αὐτὰ ποὺ διασποῦν τὴν καθημερινή μας ἐμπειρία καὶ τὴν κυνική μας καχυποψία, αὐτὸ τὸ βαθὺ μυστήριο τοῦ κόσμου καὶ καθετὶ ποὺ ἀποκαλύπτεται στοὺς ἁγίους, στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς ποιητές.

Ἔτσι, μόνο ὅταν εἰσχωρήσουμε στὸ παιδὶ ποὺ ζεῖ κρυμμένο μέσα μας, μποροῦμε νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸ «Παιδίον Νέον», νὰ κάνουμε δικό μας τὸ χαρμόσυνο μυστήριο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔρχεται πρὸς ἐμᾶς, τὸ νεογέννητο Ἰησοῦ. Μόνον τότε καθαροὶ ἀπὸ κάθε ῥύπο βιοτικὸ θὰ γιορτάσουμε χαρούμενα καὶ εὐλογημένα Χριστούγεννα.

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

Κατανομή προσωπικού στο Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.(Θέσεις εφημερίων 2017)

$
0
0
Αρθμ. ΔΙΠΑΑΔ/ΦΚ/134/οικ.33237/16 (ΦΕΚ 4293 Β/30-12-2016): Κατανομή προσωπικού στο Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.

Η ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 2 και 3 και του άρθρου 11 του ν. 3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας - Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (ΦΕΚ 40/Α/15-3-2010), όπως ισχύουν, και τις διατάξεις της παρ. 21 του άρθρου ενάτου του ν. 4057/2012 (ΦΕΚ 54/Α/2012).

2. Το π.δ. 123/2016 (ΦΕΚ 208/Α΄/4-11-2016) «Ανασύσταση και μετονομασία του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, ανασύσταση του Υπουργείου Τουρισμού, σύσταση Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, μετονομασία Υπουργείων Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων» και το π.δ. 125/2016 (ΦΕΚ 210/Α΄/5-11-2016) «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».

3. Την υπ’ αρ. ΔΙΠΠ/Φ.ΕΠ.1/71/οικ. 4573/01-3-2011 (ΦΕΚ 323/Β΄/1-3-2011) Κοινή Απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών, για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων των κριτηρίων κατανομής προσωπικού.

4. Το υπ’ αριθμ. Φ.122.1/145/203837/Ζ2/30-11-2016 έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.

5. Την αριθμ. ΔΙΠΑΑΔ/Φ.ΕΓΚΡ./217/31088/23-12-2016 εγκριτική απόφαση.

6. Την ανάγκη ορθολογικής κατανομής και αξιοποίησης του τακτικού προσωπικού και των λειτουργών που διορίζονται ή προσλαμβάνονται στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3812/2009.

7. Το γεγονός ότι από την παρούσα δεν προκαλείται επιπλέον δαπάνη, αποφασίζουμε:

Την κατανομή εκατόν εβδομήντα οκτώ (178) κληρικών και τριών (3) εκκλησιαστικών υπαλλήλων σε Ιερές Μητροπόλεις (Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων), ως εξής:

• εκατόν σαράντα έξι (146Κληρικών στις Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος,
• δεκατεσσάρων (14Κληρικών στις Ιερές Μητροπόλεις της Θράκης,
• δέκα (10Κληρικών στις Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Κρήτης,
• οκτώ (8Κληρικών στις Ιερές Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου καθώς και στην Πατριαρχική Εξαρχία της Πάτμου,
• τριών (3εκκλησιαστικών υπαλλήλων στις Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 28 Δεκεμβρίου 2016

Διαδικασίες για τον νέο διορισμό Εφημερίων-Διακόνων για το έτος 2017.

$
0
0
Πρέπει να γνωρίζουμε:

Α) Ότι όλες οι παρακάτω διαδικασίες για την έκδοση του σχετικού ΦΕΚ πρέπει να γίνουν το αργότερο έως την 27/2/2017. 

Β) Αντίγραφο του ΦΕΚ με τον διορισμό απαραιτήτως το διαβιβάζουμε στην Ιερά Σύνοδο.

Διαβάστε ολόκληρη την ανάρτηση στο Κ.Ε.Π. Εφημερίων και Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων

Παρέμβαση του Δ. Σ. του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος για τον εορτασμό της ημέρας των Τριών Ιεραρχών.

$
0
0
Αθήνα, 26 Ιανουαρίου 2017

Παρέμβαση του Δ. Σ. του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος για τον εορτασμό της ημέρας των Τριών Ιεραρχών.

Προβληματισμοί και απορίες….

Σχετικά με τον εορτασμό της χαρακτηρισμένης ως θρησκευτικής από το ΠΔ του 1979 εορτής των Τριών Ιεραρχών, ποια διάταξη οφείλουν να εφαρμόσουν οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί; Την τελευταία ΥΑ του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων κ. Κώστα Γαβρόγλου, την εγκύκλιο της Γενικής Δ/νσης Σπουδών του Υπουργείου Παιδείας για τον προγραμματισμό εκπαιδευτικού έργου του σχολικού έτους 2016-2017 (99350/Δ2/16-6-2016) σύμφωνα με την οποία ισχύουν όσα ορίζονται από το ΠΔ 104/79 (ΦΕΚ 23 Α)[1]ή  τον νόμο 1157/1981[2]


Ακόμα ποιοι έθεσαν το ερώτημα, που αναφέρεται στην τελευταία ΥΑ; Αν όχι οι εκπαιδευτικοί που είναι ενημερωμένοι για τη νομοθεσία που διέπει τη λειτουργία των σχολείων τους, τότε ποιοι; Και πόσο σαφής είναι η απάντηση του Υπουργείου «δύνανται να πραγματοποιηθούν δραστηριότητες που σχετίζονται με τη συμβολή των Τριών Ιεραρχών στα Γράμματα, με ευθύνη του Διευθυντή και του Συλλόγου Διδασκόντων.»Τι δραστηριότητες, ποια συμβολή;

Πρώτιστη δραστηριότητα εορτασμού θρησκευτικής εορτής είναι η συμμετοχή στη λατρευτική πράξη, αυτό που κοινά ονομάζεται εκκλησιασμός!!! Γιατί μας τρομάζουν οι λέξεις και γιατί δεν τις χρησιμοποιούμε;  Πόσο έντιμο και δέον είναι να μη λέμε τα πράγματα με το όνομα τους οι επιστήμονες και οι πνευματικοί ηγέτες; (επιστήμη, η των ονομάτων επίσκεψις…)

Ιδιαίτερα σημαντική και απόλυτα κρίσιμη να δώσει διέξοδο στη σημερινή κρίση αξιών και στο κοινωνικό τέλμα, είναι η διδασκαλία των Τριών Ιεραρχών. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει την προσφορά τους στα γράμματα, στην επιστήμη, στους κοινωνικούς αγώνες, στον πολιτισμό γενικότερα και να μην χαρακτηριστεί αδαής ή γραφικός;
Γι αυτό ίσως συμπληρωματικά με τον εκκλησιασμό θα μπορούσαν να γίνουν και άλλες εκδηλώσεις, βιωματικά εργαστήρια, προβολή ταινιών που έχουν δημιουργήσει μαθητικές ομάδες τα προηγούμενα χρόνια και είναι εύκολα προσβάσιμες από το YouTube, ακόμα προβολή των ντοκιμαντέρ της εκπαιδευτικής τηλεόρασης ή του εποπτικού υλικού της εκπαιδευτικής πλατφόρμας του υπουργείου, φωτόδεντρο….
Ο πλούτος του υλικού μεγάλος, η παρακαταθήκη των Τριών Ιεραρχών ουσιαστική δίνει μαθήματα ζωής…
Η άρνηση και η μισαλλοδοξία είναι αδέλφια δίδυμα, αν δεν θέλουμε να βιώσουμε νέους Ολοκληρωτισμούς, ας σταλάξουμε βάλσαμο στις καρδιές τα λόγια αγάπης των Τριών Ιεραρχών.

ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

              Πρωτοπρεσβύτερος                                                   Πρωτοπρεσβύτερος
          Γεώργιος Κωνσταντίνου                                             Βασίλειος Χρηστίδης




[1]άρθρο 2 του Π.Δ. 104/79 (ΦΕΚ 23 Α)», σύμφωνα με το οποίο: «Ημέραι αργίας των Γυμνασίων και Λυκείων ορίζονται: α) 'Απασαι αι Κυριακαί, β) αι θρησκευτικαί εορταί των Τριών Ιεραρχών και του Αγίου Πνεύματος, γ) αι εθνικαί επέτειοι της 28ης Οκτωβρίου και 25ης Μαρτίου, δ) η Καθαρά Δευτέρα, ε) η 1η Μαΐου και στ) η κατά τας κειμένας διατάξεις ημέρα αργίας διά την έδραν εκάστου σχολείου λόγω τοπικής θρησκευτικής ή εθνικής εορτής.»

[2] Tο άρθρο 1 παρ. 11 α του Ν.1157/1981αναφέρει ρητά ότι η ημέρα της εορτής των Τριών Ιεραρχών είναι αργία για τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. 

Αποφάσεις Δ.Σ. 26ης Ιανουαρίου 2017

$
0
0
ΑΘΗΝΑ 26 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2017
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΙΣΚΕ 

Συνήλθε σήμερα Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017 σε τακτική συνεδρίαση το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος 

Η συνεδρίαση άρχισε με  ευλογία και κοπή Βασιλόπιτας από τον Πρόεδρο π. Γεώργιο Κωνσταντίνου.

Το Δ.Σ. του Ι.Σ.Κ.Ε.:

1) Αποφάσισε τη σύγκλησητης Ετήσιας Γενικής Συνελεύσηςτου ΙΣΚΕ, η οποία θα πραγματοποιηθεί την 21η Φεβρουαρίου 2017ημέρα Τρίτηκαι στον Ιερό Ναό Αγίου Ελευθερίου οδού Αχαρνών. Προσκεκλημένος του ΙΣΚΕ και κεντρικός ομιλητής θα είναι ο Αδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Βασίλειος Τρομπούκης, Διδάκτωρ Εκκλησιαστικού Δικαίου-LLM/master Θεολογίας-Διδάσκων Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών. Θέμα της εισηγήσεως : <<Η νομική φύση της ιδιότητος του Εφημερίου>>.

2) Παρέλαβε και μελέτησε την γνωμάτευσητου κ. Κωνσταντίνου ΤριαντάφυλλουΔικηγόρου παρ Εφέταις περί της Διοικητικής, υπαλληλικής και ασφαλιστικής θέσης του<< άμισθου κληρικού>>.


Εκ του γραφείου Τύπου

Πρόσκληση Γενικής Συνέλευσης 21/2/2017 στον Ι. Ν. Αγίου Ελευθερίου Αχαρνών

$
0
0
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Καλούνται  τα μέλη του ΙΣΚΕ στην προγραμματισμένη ετήσια  Γενική Συνέλευση, η οποία θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017 στις 10:30 π.μ. στον Ιερό Ναό Αγίου Ελευθερίου οδού Αχαρνών. (Για εύκολη πρόσβαση μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, με αποβίβαση στον ομώνυμο σταθμό ).
Σε περίπτωση μη απαρτίας η Γ.Σ. θα επαναληφθεί την Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017 στον ίδιο τόπο και ώρα 10:30 π.μ. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν οι ταμειακώς εντάξει και όσοι φροντίσουν να εγγραφούν αποστέλλοντας την συνδρομή τους (15 ευρώ) έγκαιρα στην διεύθυνση: π. ΜΙΧΑΗΛ ΜΕΤΖΑΚΗ  Ταμία ΙΣΚΕ    Θεοφανοπούλου 33  Άργος Τ.Κ. 21 231 (τηλ. 6946193648), ή την καταβάλλουν την ημέρα της Γ.Σ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Α) 8:00-10:00 Όρθρος, Θεία Λειτουργία & Μνημόσυνο υπέρ των κεκοιμημένων μελών  και του πρώην Προέδρου.  
Β) 10:00-10:30 Υποδοχή – καφές.
Γ) 10:30 ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ.   
                                                                         ΘΕΜΑΤΑ:
1) Χαιρετισμός Πρωτοπρ. Γεωργίου Κωνσταντίνου, Προέδρου ΙΣΚΕ.
2)Χαιρετισμοί Προέδρων ή εκπροσώπων άλλων Ιερατικών Συνδέσμων.
3) Εισήγηση με θέμα : «Η νομική φύση της ιδιότητας του Εφημερίου.» Εισηγητής: Πρωτοπρ. Βασίλειος Τρομπούκης, Διδάκτωρ Εκκλησιαστικού Δικαίου – LLM/MasterΘεολογίας - Διδάσκων Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών
4)Έγκριση  Απολογισμού  οικ. έτους 2016  και σχετικής  έκθεσης της  Εξελεγκτικής Επιτροπής  και  ψήφιση Προϋπολογισμού οικ. έτους 2017.
5)Σύντομη ενημέρωση των Μελών  για το νέο ενιαίο ασφαλιστικό  φορέα ΕΦΚΑ, από τον Αντιπρόεδρο του Ι.Σ.Κ.Ε.  και εκπρόσωπό του στη σχετική συμβουλευτική επιτροπή  Πρωτοπρ.  Ευάγγελο Φεγγούλη.
6) Παρουσίαση γνωμοδότησης του κ. Κωνσταντίνου Τριαντάφυλλου, Δικηγόρου παρ΄ Εφέταις , περί της διοικητικής, υπαλληλικής και ασφαλιστικής θέσης του «άμισθου κληρικού».
7) Τρέχοντα θέματα – Συζήτηση.       
ΑΘΗΝΑ 26 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2017
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                       Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
   Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Κωνσταντίνου            Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Χρηστίδης
Όποιος δεν μπορεί να προσέλθει μπορεί να  συμμετάσχει με την κάτωθι δήλωση την οποία θα αποστείλει στα γραφεία του ΙΣΚΕ  (Σοφοκλέους 4) μαζί με την συνδρομή του εάν δεν είναι ταμειακώς εντάξει.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------                    ΔΗΛΩΣΗ
Ο κάτωθι υπογεγραμμένος ……………………………………………… ανήκων εις την Ι.Μ. ……………………………… ΔΗΛΩΝΩ με την παρούσα μου ότι συμμετέχω στην τακτική Γ.Σ. του ΙΣΚΕ της 21ης  Φεβρουαρίου 2017 και αποδέχομαι ανεπιφύλακτα την απόφαση της πλειοψηφίας των παρόντων. Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση επαναλήψεως της Γ.Σ.
ΤΗΛΕΦΩΝΟ
 
Εν ………………………………………………………2017

                                      Ο ΔΗΛΩΝ

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΡΥΦΩΝ Ο προστάτης άγιος των γεωργών και αμπελουργών

$
0
0
Στη σημερινή υλιστική και τεχνο­κρατική εποχή, όπου ο σύγχρο­νος άνθρωπος οικοδομεί τη ζωή του στα θεμέλια του εγωιστικού του θε­λήματος, και προσπαθεί με κάθε τρόπο να αυτονομηθεί και να απομακρυνθεί από τον ίδιο του τον Δημιουργό, η Ορθόδοξη Εκκλησία, αντιστεκόμενη, προβάλλει καθημερινά μέσα από το αγιολόγιο αγιασμένες μορφές αγωνιστών της πίστεώς μας, οι οποίες όχι μόνο έμειναν προ­σηλωμένες σ'αυτή, αλλά προτίμησαν να θυσιάσουν και την ίδια τους ακόμη τη ζωή. Ανάμεσα στους μάρτυρες του 3ου μ.Χ. αιώνα προβάλλει και ο Άγιος μάρτυς Τρύφων ο ιαματικός, του οποί­ου τη μνήμη η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά και γεραίρει κάθε χρόνο την 1η Φεβρουαρίου. 

Ο Άγιος Τρύφων γεννήθηκε στη Λάμψακο της Φρυγίας της Μικράς Ασίας από ευσεβείς γο­νείς και εξασκούσε το επάγγελμα του χηνοβοσκού. Από πολύ νωρίς ξεκίνησε να μελετά τον λόγο του Θεού και να ποθεί τα θεία και ουράνια αγαθά. Έτσι ο Θεός τον προίκισε με θεία χαρίσματα και του έδωσε τη δύναμη να θεραπεύει διάφορες ασθένειες, και μάλιστα να καταπολεμά και να νικά και τα ίδια ακόμη τα δαιμόνια. Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα από το θαύμα που επιτέλεσε με τη χάρη του Θεού στην κόρη του ειδωλολάτρη αυτο­κράτορος Γορδιανού (238-244 μ.Χ.), η οποία βασανιζόταν από τον ίδιο τον δαίμονα. Γι'αυτό τον λόγο ο Άγιος Τρύφων συγκαταλέγεται στη χορεία των είκοσι Αγίων Αναργύρων και αποκαλείται από την Εκκλησία μας ιαματικός. Μάλιστα μετά το θαύμα εμφανίστηκε ο δαίμονας με τη μορφή μαύρου σκύλου και παραδέχθηκε τις πονηρές του πράξεις. Το θαύμα που επιτέλεσε ο Άγιος Τρύφων έγινε η αφορμή για να πιστέψουν πολλοί ειδω­λολάτρες στον αληθινό Θεό και να εγκαταλείψουν τη λατρεία των ειδώλων. Μετά τον θάνατο του αυτο­κράτορος Γορδιανού, την εξουσία κατέλα­βε ο Δέκιος (249-251 μ.Χ.), άνθρωπος σκληρός, απάνθρωπος και άπιστος, που προσπάθησε με κάθε τρόπο να καταδιώξει και να εξοντώσει τους χριστιανούς. Τίποτα όμως δεν θα μπορούσε να σταματήσει τον Άγιο Τρύφωνα στη διάδοση του Ευαγγελίου του Χριστού. Γι’ αυτό και η έντονη δρα­στηριότητά του ενόχλησε τους ειδωλολά­τρες και τον έπαρχο της Ανατολής Ακυ­λίνο, που η έδρα του ήταν στην Νίκαια, και ο οποίος διέταξε τη σύλληψή του. 

Ο Τρύφων παραδίδεται μόνος του στον έπαρχο και ομολογεί με παρρησία την πίστη του στον αληθινό Θεό και τη διάθεσή του να μαρτυρήσει γι'Αυτόν. Τότε ο άγιος υποβάλλεται σε βασανιστήρια. Τον κρεμούν πάνω σε ξύλο και τον χτυπούν με σπαθιά. Προ­σπαθούν να τον φοβίσουν και με δελεαστικές προτάσεις να τον ανα­γκάσουν να αρνηθεί την πίστη του και να προσφέρει θυσία στα είδω­λα. Ο άγιος όμως μένει σταθερός και ακλόνητος και συνεχίζει και μέσα από τα μαρτύρια να κηρύττει σταυρωθέντα και αναστάντα Χριστό ως τον μόνο αληθινό Θεό. Βλέποντας οι ειδωλολάτρες την εμμονή του στην πίστη του στον Χριστό και την άρνησή του να ασπασθεί τη λατρεία των ειδώλων, τον υποβάλλουν σε νέα βασανιστήρια. Τον σέρνουν δεμένο, τον φυ­λακίζουν, τον καρφώνουν στα πόδια, τον δέρνουν με ραβδιά και τον κατακαίγουν με λαμπάδες. Ο άγιος εξακολουθεί να μένει στα­θερός και ακλόνητος, αφού ο Θεός δεν τον εγκατέλειψε. Γι’ αυτό και έστειλε από τον ουρανό ένα λαμπερό φωτοστέφανο που στάθηκε πάνω από το κεφάλι του μάρτυρος. Το γεγονός αυτό έκανε πολλούς ειδωλολάτρες να φοβηθούν και να ομολογήσουν πίστη στον ένα και αληθινό Θεό. Τότε ο έπαρχος Ακυλίνος έδωσε εντολή να τον αποκεφαλίσουν, αλλά πριν προλάβουν να προβούν σε μία τέτοια ενέργεια, ο άγιος, αφού προσευχήθηκε, παρέ­δωσε το πνεύμα του. Το γεγονός αυτό υπολογίζεται ότι έλαβε χώ­ρα στη Νίκαια το 250 μ.Χ. Ευσεβείς χριστιανοί της περιοχής τύλιξαν­ το λείψανο του Αγίου μέσα σε καθαρό σεντόνι και ενώ σκόπευαν να το ενταφιάσουν στη Νίκαια, ο άγιος πα­ρουσιάστηκε σε όραμα και ζήτησε να τον μεταφέρουν και να τον ενταφιάσουν στην πατρίδα του τη Λάμψακο, όπως και έγινε. 

Σε πολλά μοναστήρια της πατρίδος μας φυλάσσονται τεμάχια από τα ιερά λείψανα του Αγίου, τα οποία αποτελούν πηγή ιαμάτων για όσους προστρέχουν με πίστη και ευλάβεια, όπως στην Ιερά Μονή Ξενοφώντος του Αγίου Όρους, όπου φυλάσσεται τμήμα της τιμίας κάρας του. Η ευσέβεια του ορθοδόξου ελληνικού λαού ανήγειρε ναούς προς τιμήν του Αγίου σε πολλές περιοχές της Ελλάδος (Παλλήνη Αττικής, Βυτίνα Αρκαδίας, Ν. Λάμψακος Ευβοίας, Διακοπτό Αχαΐας, Ν. Λεύκη Καστοριάς, Σάμος), ενώ στη Χίο υπάρχει σε μικρή απόσταση από το χωριό Νένητα μοναστήρι επ’ ονόματί του, το οποίο υπολογίζεται ότι ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα. Ο Άγιος Τρύφων είναι ιδιαίτερα λαοφιλής στον αγροτικό πληθυσμό, αφού θεω­ρείται ο προστάτης άγιος των αμπελουργών και των γεωργών. Άλλωστε η εορτή του Αγίου τον Φεβρουάριο συμπίπτει με την περίοδο κατά την οποία αρχίζει η σημαντικότερη αμπελουργική φροντίδα που είναι το κλάδεμα. Γι'αυτό τον λόγο οι αμπε­λουργοί δεν εργάζονται την ημέρα της εορτής του και ραντίζουν τα αμπέλια τους με τον αγιασμό που τελείται στους ναούς, ενώ στο Ευχολόγιο του Δημητριέφσκυ υπάρχει και η «ευχή του Αγίου Τρύφωνος εις άμπελον». 


Ο Άγιος Τρύφων υπήρξε δημοφιλής τόσο όσο ήταν ακόμη στη ζωή όσο και μετά το μαρτύριό του. Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα έχουν διασωθεί δύο εγκωμιαστικοί λόγοι, ο ένας από τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό (886-912) και ο άλλος από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Βιθυνίας Θεόδωρο Β΄ τον Λάσκαρη (1255-1259). Σημαντικές πληροφορίες για το μαρτύριο του Αγίου μας παρέχει και το σχετικό έργο του Αγίου Συμεών του Μεταφραστού (910-987), ενώ αξιομνημόνευτη είναι και η πραγματεία για τον Άγιο Τρύφωνα που δημοσιεύτηκε το 1925 στα «Acta Sanctorum». 

Πλούσια είναι και η υμνογραφία του Αγίου, αφού ακολουθίες προς τιμήν του έχουν εκδοθεί στην Αθήνα κατά τα έτη 1853, 1911 και 1923, στη Σύρο το 1855, στην Κέρκυρα το 1871, στην Τρίπολη το 1899, στην Πάτρα το 1911 και στη Σμύρνη το 1908. Επίσης το 1957 εκδόθηκε στον Βόλο ακολουθία του Αγίου, την οποία εποίησε ο αείμνηστος Αγιορείτης υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Γεράσιμος μοναχός ο Μικραγιαν- νανίτης, ενώ μέχρι τις ημέρες μας σώζεται πλήρης ακολουθία μετά παρακλητικού κανόνος και χαιρετισμών, που συντάχθηκε από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. 

Ας ευχηθούμε ολόψυχα ο Άγιος μάρτυς Τρύφων ο ιαματικός, που μαρτύρησε τον 3ο μ.Χ. αιώνα για την αγάπη του Χριστού, να καθοδηγεί και να ενισχύει με το παράδειγμά του τον αλλοτριωμένο άνθρωπο του 21ου αιώνα στην πνευματική του πορεία και προκοπή στους δύσκολους και απαιτητικούς καιρούς που διερχόμαστε. 

Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος 
Εκπαιδευτικός 

Βιβλιογραφία 

Βίος και Ακολουθία του Αγίου και ενδόξου μεγαλομάρτυρος Τρύφωνος του θαυματουργού, Αθήναι 2003. 
Συμεών του Μεταφραστού, Μαρτύριον του αγίου μεγαλομάρτυρος Τρύφωνος, J. P. Migne P.G., τόμος 114, Paris 1857

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ περί της διοικητικής, υπαλληλικής και ασφαλιστικής θέσης του «αμίσθου κληρικού».

$
0
0
Κωνσταντίνος Δ. Τριαντάφυλλος
Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ
Χίος, οδός Ι. Σόδη αρ. 2
Τηλ. 2271044114, Φαξ 2271029451
Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο: ktriantafyllos@gmail.com
  
ΠΡΟΣ TΟΝ ΙΕΡΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

Γ  Ν  Ω  Μ  Ο  Δ  Ο  Τ  Η  Σ  Η

Του Κωνσταντίνου Δ. Τριαντάφυλλου, Δικηγόρου παρ’ Εφέταις (ΑΜ ΔΣΧ 197/08),κατόχου του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης «Κράτος και Δημόσια Πολιτική»
  
Μου ετέθη το ερώτημα: Ποια είναι η διοικητική, υπαλληλική και ασφαλιστική θέση του «αμίσθου κληρικού».

-----------------------------------
Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 33 του υπ’ αριθμ. 2/1969 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος ”Περί Ιερών Ναών, Ενοριών και Εφημερίων»: Οι εφημέριοι των Ενοριακών Ναών, οι καταλαμβάνοντες οργανικάς εφημεριακάς θέσεις… είναι τακτικοί, διοριζόμενοι υπό του οικείου Αρχιερέως…», μισθοδοτούμενοι μόνον από το Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 536/1945, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, υπαγόμενοι κατά τα λοιπά θέματα της υπηρεσιακής τους κατάστασης στις ειδικές περί αυτών υφιστάμενες ρυθμίσεις, σύμφωνα με τα κατωτέρω εκτεθέντα.
Ο Ν. 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» στο άρθρο 64 παρ. 1 αυτού ορίζει ότι «Οι διοριζόμενοι εφημέριοι δύνανται να προσμετρούν εις την εφημεριακήν των υπηρεσίαν δια πάσαν συνέπειαν και πάσαν προϋπηρεσίαν αυτών διανυθείσαν επί σχέσει δημοσίου δικαίου, παρά τω Δημοσίω, παρά τοις Οργανισμοίς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ή παρά τινι Νομικώ Προσώπω Δημοσίου Δικαίου Εκκλησιατικού ή μη, ή την διανυθείσαν υπό την ιδιοτήτα του τακτικού «Ιεροκήρυκος». Η ως είρηται διάταξις κατά βεβαίωσιν της ερωτώσης αρχής, περιελήφθη εις τον Καταστατικόν χάρτην της Εκκλησίας της Ελλάδος κατόπιν σχετικού αιτήματος του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος, κατά σαφή δε πρόθεσιν του απεσκόπει, ως εικός, εις την ικανοποίησιν σχετικού αιτήματος των υπηρετούντων ήδη εις την Εκκλησίαν εφημερίων, των συγκεντρούντων τας εν τη διατάξει ταύτη αναφερομένας προϋποθέσεις.» (Γνωμοδότηση με αρ. 796/1997 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Τμήμα Β’, Συνεδρίαση της 17ηςΟκτωβρίου 1977).
Σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3 και 6 του άρθρου 37 του Ν. 590/1977 "περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος": «1. Ο εφημέριος μεριμνά διά την λατρευτικήν και πνευματικήν ζωήν των ενοριτών και διά παν ζήτημα αφορών εις την πνευματικήν και υλικήν πρόοδον της Ενορίας. 2. Αι κεναί οργανικαί εφημεριακαί θέσεις πληρούνται μονίμως μεν δι'εγγάμων πρεσβυτέρων, προσωρινώς δε και δι'αγάμων, κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα, διά κανονιστικών αποφάσεων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. 3. Έγγαμοι εφημέριοι υπηρετούντες πέρα της πενταετίας προσωρινώς εις την αυτήν οργανικήν εφημεριακήν θέσιν καθίστανται αυτοδικαίως τακτικοί.6. Ο εφημέριος δικαιούται μηνιαίας κατ'έτος κανονικής αδείας μετ'αποδοχών, εξαντλουμένης εν πάση περιπτώσει εντός του αυτού ημερολογιακού έτους, η χορήγησις της οποίας είναι υποχρεωτική. »
Σύμφωνα με το άρθρο 38 του Ν. 590/1977 "περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος": «1. Τα της μισθοδοσίας των εφημερίων και των διακόνων διέπονται υπό των ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων. 2. Τα των προσόντων, της διαδικασίας εκλογής και εγκαταστάσεως των εφημερίων και διακόνων, τα της μεταθέσεως και αποσπάσεως αυτών, της επιμορφώσεως, των καθηκόντων και των δικαιωμάτων των, ρυθμίζονται δι'αποφάσεως της Δ.Ι.Σ., εγκρινομένων υπό της Ι.Σ.Ι. και δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθ'ο μέρος δεν ρυθμίζονται διά των διατάξεων του παρόντος. Δι'ομοίων αποφάσεων ρυθμίζονται τα της υπηρεσιακής εν γένει καταστάσεως των ψαλτών και των νεωκόρων.»
Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 42 του Ν. 590/1977 "περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος": «Η Εκκλησία της Ελλάδος χρησιμοποιεί προς επιτέλεσιν του έργου αυτής εις τας πάσης φύσεως διακονίας έμμισθον και άμισθον προσωπικόν. Το προσωπικόν τούτο, πλην των εφημερίων και διακόνων, μισθοδοτείται υπό των οικείων Νομικών Προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος.»
Σύμφωνα με το άρθρο 6 του υπ’ αριθμ. 230/2012 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «Περί Εφημερίων και Διακόνων»: «Ο Εφημέριος έχει όλα τα απορρέοντα από το λειτούργημα του και την ενοριακή του θέση δικαιώματα, τα οποία ορίζονται από τους Ιερούς Κανόνες και τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν.590/1977) και αναφέρονται ειδικότερα: α. Στην ισοβιότητα του εκκλησιαστικού του λειτουργήματος. β. Στη μονιμότητα της ενοριακής του θέσεως, εκτός από τις ρητώς προβλεπόμενες νόμιμες ή κανονικές εξαιρέσεις. γ. Στη μισθοδοσία, την κοινωνική ασφάλιση και τη συνταξιοδότηση για την άσκηση του λειτουργήματος. δ. Στη χορήγηση των νομίμων μηνιαίων αδειών, συνεκτιμωμένων των ειδικών αναγκών των εορταστικών κύκλων και των εφημεριακών κενών. Επίσης, των αναρρωτικών αδειών και των αδειών λόγω σπουδών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 37 παρ. 9 του Ν. 590/1977. ε. Στη δωσιδικία συμφώνως προς τους Ιερούς Κανόνες και τη σχετική νομοθεσία. 2. Τα δικαιώματα των Εφημερίων, των Ιεροκηρύκων, των Διακόνων και των λαϊκών εκκλησιαστικών υπαλλήλων ως προς τη βαθμολογική και μισθολογική κατάταξη, τη μισθοδοσία, την ασφάλιση, την αξιολόγηση, τις προαγωγές και τις αποδοχές καθορίζονται από τις σχετικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας της Πολιτείας, εφόσον δεν ρυθμίζονται ειδικότερα από τις διατάξεις του παρόντος.»
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του υπ’ αριθμ. 230/2012 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «Περί Εφημερίων και Διακόνων»: «1. Οι τακτικοί Εφημέριοι διορίζονται με απόφαση του οικείου Μητροπολίτου κατά την διαδικασία που περιγράφεται κατωτέρω. Εξαιρούνται από τη διαδικασία αυτή οι εφημεριακές θέσεις στους Μητροπολιτικούς Ιερούς Ναούς, στις οποίες διορίζονται οι Εφημέριοι από τους οικείους Μητροπολίτες χωρίς προηγουμένη προκήρυξη. 2. Εντός μηνός από της χηρείας εφημεριακής θέσεως, ο οικείος Μητροπολίτης με προκήρυξη του, η οποία αναγινώσκεται στον ενοριακό Ιερό Ναό, όπου υφίσταται η θέση αυτή, και δημοσιεύεται στο περιοδικό ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 2015 ή και στον τοπικό τύπο με δαπάνη του Ναού, καλεί τους βουλόμενους και έχοντες τα απαιτούμενα κανονικά και νόμιμα προσόντα, να υποβάλουν τα δικαιολογητικά τους στοιχεία μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση της προκηρύξεως στο περιοδικό ΕΚΚΛΗΣΙΑ, προκειμένου να καταλάβουν την κενή οργανική θέση Εφημερίου. 3. Εάν παρέλθει άπρακτη η ως άνω προθεσμία, εξακολουθεί να ισχύει η δημοσιευθείσα προκήρυξη για δυο ακόμη μήνες. 4. Στην κενή οργανική θέση και μέχρι την πλήρωση της, κατά τον παρόντα Κανονισμό, με τακτικό Εφημέριο, ο οικείος Μητροπολίτης τοποθετεί προσωρινό Εφημέριο.»
Επίσης, οι κληρικοί ασφαλίζονταν κατά το παρελθόν στο Τ.Α.Κ.Ε.. Ωστόσο με το άρθρο 21 του Ν. 2084/1992 καταργήθηκαν οι κλάδοι συντάξεως και ασθενείας του Τ.Α.Κ.Ε. και από 1.1.1993 υπήχθησαν οι ασφαλισμένοι του στο Δημόσιο. Το ΤΑΚΕ μετονομάστηκε σε Ταμείο Πρόνοιας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος (ΤΠΟΕΚΕ) με σκοπό τη χορήγηση εφάπαξ βοηθήματος στους ασφαλισμένους του. Με την πρόσφατη αναδιάρθρωση των ασφαλιστικών ταμείων καταργήθηκε και το ΤΠΟΕΚΕ και αντ’ αυτού συστάθηκε Τομέας Πρόνοιας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος στο Ταμείο Πρόνοια Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ). Με το άρθρο 27 παρ. 2 του Ν. 3863/2010 και το άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α του Ν. 3865/2010 οι προσλαμβανόμενοι από 1.1.2011 ιερείς και εκκλησιαστικοί υπάλληλοι υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια στον κλάδο κύριας σύνταξης του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος του 1975, η οποία ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, καθιερώνεται η συνταγματική αρχή της ισότητας των Ελλήνων τόσο κατά την εφαρμογή του νομού (ισότητα ενώπιον του νομού) όσο και κατά την νομοθετική ρύθμιση (ισότητα του νομού). Με την τελευταία αυτή μορφή, η συνταγματική αρχή της ισότητας αποτελεί νομικό κανόνα, που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που βρίσκονται σε ουσιωδώς ίδιες συνθήκες και ο οποίος δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ιδιαίτερα τον κοινό νομοθέτη, να μην εισάγει εξαιρέσεις ή να μην κάνει διακρίσεις, εκτός εάν η διαφορετική μεταχείριση επιβάλλεται από λόγους γενικότερου ή δημοσίου συμφέροντος. Στα πλαίσια αυτής της δεσμεύσεως, ο κοινός νομοθέτης μπορεί μεν να ρυθμίζει με ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες πραγματικές ή προσωπικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες που υφίστανται και συνδέονται με αυτές τις καταστάσεις ή σχέσεις και στηριζόμενος σε γενικά ή αντικειμενικά κριτήρια που βρίσκονται σε εσωτερική συνάφεια με το αντικείμενο της ρυθμίσεως, αλλά στις επιλογές αυτές πρέπει να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας. Τα όρια αυτά αποκλείουν την άνιση μεταχείριση, είτε με την μορφή δυσμενούς διακρίσεως είτε με τη μορφή αφαιρέσεως δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από προϋφιστάμενο ή ισχύοντα γενικότερο κανόνα. Τόσο η παραβίαση της αρχής της ισότητας, όσο και οι λόγοι γενικότερου ή δημοσίου συμφέροντος ελέγχονται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των πολιτών με ίσους όρους, ο έλεγχος δε αυτός είναι έλεγχος των ορίων και όχι των επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων (ΣτΕ 1423, 188, 2650, 4572, 4573/86, εις Ευρετήριο καθ'ύλην αποφάσεων του ΣτΕ έτους 1986, σελ. 864, ΣτΕ 1087/1989, 1504/1989. εις Ευρετ. Αποφ. ΣτΕ 1989, σελ. 1096-97. ΑΠ 43/87, 1411/84, 5/82. 1277/77 κ.α.). Ειδικότερη δε μορφή της αρχής της ισότητας αποτελεί η μισθολογική ισότητα, η οποία ερείδεται στην διάταξη της παρ. 1, εδαφ. β, του άρθρου 22 του Συντάγματος, που ορίζει ότι όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας. Η μισθολογική ισότητα έχει αναλογικό χαρακτήρα και στην περίπτωση των αμειβομένων από το Δημόσιο δημιουργεί αντίστοιχο δημόσιο δικαίωμα ίσης μισθολογικής μεταχειρίσεως και δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη είτε να μην εισάγει, ως προς τα επί μέρους κεφάλαια του μισθού, δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των δημοσίων λειτουργών ή των δημοσίων υπαλλήλων ή μεταξύ των τελευταίων, οι οποίες δεν δικαιολογούνται συγκριτικά από δυσμενή αξιολόγηση και δεν επιβάλλονται από τις ιδιαίτερες συνθήκες εκπληρώσεως του δημοσίου λειτουργήματος ή της αξίας της προσφερόμενης εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων ή από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος (ΑΠ 43/87, 1411/84, 5/82, 206/81, 1471/77 κ.α.). Διατάξεις νόμου, με τις οποίες παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητας δεν εφαρμόζονται από τα δικαστήρια, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος του 1975.
Σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 6 του άρθρου 103 του Συντάγματος οι κληρικοί, ακόμη και όταν κατέχουν οργανικές θέσεις, όπως π.χ. θέσεις εφημερίων σε ιερούς ναούς, δεν είναι διοικητικοί υπάλληλοι κατά την έννοια των διατάξεων αυτών και, επομένως, δεν απολαύουν των εγγυήσεων μονιμότητας που καθιερώνονται για τους διοικητικούς υπαλλήλους με τις διατάξεις αυτές (βλ. ΣΕ 825/1988 ολομ., 2850/1988). Το ίδιο ισχύει και για τους κληρικούς οι οποίοι καταλαμβάνουν θέσεις εκκλησιαστικών υπαλλήλων, για τις οποίες ο νόμος απαιτεί τη συνδρομή της ιδιότητας του κληρικού, όπως ιδίως οι θέσεις ιεροκηρύκων (αγάμων κληρικών) της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και των Ιερών Μητροπόλεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42 του ν. 590/1977, του άρθρου 25 του ν. 817/1978 και του άρθρου 150 του Κανονισμού 5/1978 της Ι.Σ. Και τούτο, διότι η ιδιότητα του κληρικού είναι ασυμβίβαστη με την κατά την κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος μονιμότητα των διοικητικών υπαλλήλων και τις κατά το άρθρο αυτό σχετικές ουσιαστικές και διαδικαστικές εγγυήσεις, δεδομένου ότι η κατοχή και διατήρηση της ιδιότητας του κληρικού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την άσκηση του θρησκευτικού λειτουργήματός του και την απορρέουσα από αυτό υποχρέωση του να συμμορφώνεται προς τα καθήκοντα και τις επαγγελίες της ομολογίας του  (πρβλ. ΣΕ 4078/1979 ολομ.). Η τυχόν παραβίαση της υποχρεώσεως αυτής συνεπάγεται την κατάγνωση κανονικών κυρώσεων (βλ. άρθρα 1 και 44 του ν. 590/1977, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 5383/1932 περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων, όπως ισχύει), οι οποίες μπορεί να φθάνουν μέχρι και την καθαίρεση του κληρικού από τα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα, τούτο δε υπό ειδικούς ουσιαστικούς και διαδικαστικούς όρους, οι οποίοι ανάγονται στην εφαρμογή του άρθρου 3 του Συντάγματος (αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος από τους εν ενεργεία Μητροπολίτες, υποχρέωση αυτής «να τηρεί απαρασάλευτα {…} τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις») και είναι, ως εκ του περιεχομένου τους, ασύμβατοι προς τους αντίστοιχους όρους του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος για τους μόνιμους διοικητικούς υπαλλήλους, καθώς η ιδιότητα του κληρικού ως θρησκευτικού λειτουργού, θεμελιώνεται στο μυστήριο της χειροτονίας.
Επιπροσθέτως στο άρθρο 2 του Υπαλληλικού Κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2683/1999 υπό τον τίτλο "Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ και άλλες διατάξεις" (Α, 19) ορίζεται ότι : "1. Στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα υπάγονται οι πολιτικοί διοικητικοί υπάλληλοι του Κράτους και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. 2. Υπάλληλοι ή λειτουργοί του κράτους ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι, κατά συνταγματική ή νομοθετική πρόβλεψη, διέπονται από ειδικές γι'αυτούς διατάξεις, καθώς και οι υπάλληλοι των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, υπάγονται σε εκείνες τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα στις οποίες παραπέμπουν οι ειδικοί νόμοι που τους διέπουν". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ο νομοθέτης δεν θέλησε κατ'αρχήν την υπαγωγή στον Κώδικα Καταστάσεως Δημοσίων Υπαλλήλων και των εφημερίων της Εκκλησίας της Ελλάδος ούτε απέβλεψε ειδικότερα στην τροποποίηση της ειδικής εκκλησιαστικής νομοθεσίας περί ορίου ηλικίας και εξόδου των εφημερίων εκ της ενεργού υπηρεσίας, των διατάξεων περί διοικητικών υπαλλήλων μη δυναμένων, ελλείψει ρητής περί τούτου μνείας στο νόμο, να καταλάβουν κατ'αρχήν και αυτούς (πρβλ. ΣΕ 3185/1996).
Επισημαίνεται δε ότι οι εφημέριοι δεν είναι «υπάλληλοι» των οικείων Ιερών Ναών, ή της οικείας Μητρόπολης ή της Εκκλησίας της Ελλάδος (βλ. ΣτΕ 2776/1985) και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 42 παρ. 2 τουως άνων. 590/1977, Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, ώστε να εφαρμόζονται αναλογικά σε αυτούς οι διατάξεις του Κώδικα περί δημοσίων υπαλλήλων, όπως προβλέπεται από τη διάταξη αυτή για το υπαλληλικό προσωπικό των πιο πάνω νομικών προσώπων.  (ΣτΕ 1753/2008)
Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 1 του αναγκαστικού νόμου 469/1968 (ΦΕΚ Α΄ 162/1968) ορίσθηκε η τυπική μισθολογική εξομοίωση των κληρικών με τους δημοσίους υπαλλήλους, ενώ η εισφορά που προβλεπόταν από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Α.Ν. 536/1945 (ΦΕΚ 226 Α), καταργήθηκε με το άρθρο 15 του Ν. 3220/2004.
----------
Κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα:
Ο εφημέριος έχει όλα τα απορρέοντα από το λειτούργημα του και την ενοριακή του θέση δικαιώματα, τα οποία ορίζονται από τους Ιερούς Κανόνες και τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν.590/1977) και μεταξύ άλλων, στη μισθοδοσία, την κοινωνική ασφάλιση και τη συνταξιοδότηση για την άσκηση του λειτουργήματος. δ. Στη χορήγηση των νομίμων μηνιαίων αδειών (άρθρο 6 του υπ’ αριθμ. 230/2012 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος «Περί Εφημερίων και Διακόνων»).
Η καινοφανής ιδιότητα του άμισθου κληρικού, που παραπέμπτει στον άμισθο υποθηκοφύλακα ή δικαστικό επιμελητή, στερεί από τον θρησκευτικό λειτουργό τα ουσιώδη κατά τα ανωτέρω αυτά δικαιώματα, αναδεικνύοντας μία διάσταση μεταξύ της πρακτικής αυτής, που κυρίως έχει προκληθεί από την ανάγκη χειροτονίας κληρικών και τον ουσιώδη περιορισμό των «προσλήψεων» στην Δημόσια Διοίκηση κατά τα τελευταία έτη και της θεσμικής θωράκισης της ιδιότητας του κληρικού που προβλέπουν οι ως άνω διατάξεις. Ωστόσο τα δικαιώματα αυτά δεν είναι αποσυνδεδεμένα από το λειτούργημα και δεν αποτελούν προαιρετικές παροχές, καθώς όπως αναφέρθηκε εκτενώς ανωτέρω, η μισθοδοσία του κλήρου, που διήλθε διαφόρων σταδίων κατά τα τελευταία εβδομήντα χρόνια είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την θρησκευτική λειτουργία του εφημερίου.
Κατά τα ανωτέρω τίθεται ζήτημακαι ως προς την, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, ειδικότερη μορφή της συνταγματικής αρχής της ισότητας, που αποτελεί η μισθολογική ισότητα, η οποία ερείδεται στην διάταξη της παρ. 1, εδαφ. β, του άρθρου 22 του Συντάγματος, που ορίζει ότι όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας. Η μισθολογική ισότητα έχει αναλογικό χαρακτήρα και στην περίπτωση των αμειβομένων από το Δημόσιο δημιουργεί αντίστοιχο δημόσιο δικαίωμα ίσης μισθολογικής μεταχειρίσεως και δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη είτε να μην εισάγει, ως προς τα επί μέρους κεφάλαια του μισθού, δυσμενείς διακρίσεις μεταξύ των δημοσίων λειτουργών ή των δημοσίων υπαλλήλων ή μεταξύ των τελευταίων, οι οποίες δεν δικαιολογούνται συγκριτικά από δυσμενή αξιολόγηση και δεν επιβάλλονται από τις ιδιαίτερες συνθήκες εκπληρώσεως του δημοσίου λειτουργήματος ή της αξίας της προσφερόμενης εργασίας.
Περαιτέρω είναι προφανές ότι ο «άμισθος κληρικός» δεν ασφαλίζεται, καθώς δεν αμείβεται και ως εκ τούτου δεν θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα και δεν καλύπτεται ιατροφαρμακευτικά (κλάδος ασθενείας) ούτε ο ίδιος ούτε τα τυχόν προστατευόμενα μέλη της οικογένειας του. Έχει δε γνωμοδοτηθεί (ΝΣΚ 190/1980) ότι οι διοριζόμενοι εφημέριοι μπορούν, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 64 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν.590/1977), να προσμετρήσουν στην εφημεριακή τους υπηρεσία κάθε προϋπηρεσία τους διανυθείσα στο Δημόσιο με σχέση δημοσίου δικαίου. Βασική προϋπόθεση της προϋπηρεσίας αυτής είναι η ύπαρξη εξηρτημένης εμμίσθου υπαλληλικής σχέσεως, που ωστόσο δεν υφίσταται στην περίπτωση των «άμισθων κληρικών». Συνακόλουθα, κατά την διάταξη αυτή, όπως ισχύει, στην περίπτωση της τυπικής πρόσληψης ενός «άμισθου κληρικού» να μην είναι δυνατή η προσμέτρηση της προϋπηρεσίας του με την ιδιότητά του αυτή, εφόσον δεν λαμβάνει μισθό και δεν καταβάλλονται οι ανάλογες ασφαλιστικές εισφορές.
Τέλος, προβληματική είναι και η διοικητική λειτουργικότητα του «άμισθου κληρικού», καθώς ο ίδιος δεν συνδέεται με εξαρτημένη υπαλληλική σχέση με το Ελληνικό Δημόσιο, παρά μόνο διαθέτει την θρησκευτική του ιδιότητα ως κληρικού. Τίθεται, συνεπώς, εδώ το ζήτημα, πώς συνδέεται ο «άμισθος κληρικός» με την Ελληνική Δημόσια Διοίκηση, και πως θα ασκήσει τα απορρέοντα από τη θέση του εφημερίου διοικητικά καθήκοντα, τα οποία συνέχονται λειτουργικά, με την ιδιότητα του ως εγγεγραμμένου στο Μητρώο Ανθρωπίνου Δυναμικού του Ελληνικού Δημοσίου, μισθοδοτούμενου από το Ελληνικό Δημόσιο, και άπτονται ζητημάτων που εισέρχονται και στη σφαίρα της Δημοσίας Διοικήσεως.
-----------
Συνεπώς,η θέση του «άμισθου κληρικού», που δεν περιγράφεται, δεν καθορίζεται και δεν θεσμοθετείται στις ανωτέρω νομικές διατάξεις, πάσχει τόσο σε υπαλληλικό και ασφαλιστικό επίπεδο όσο όμως και σε διοικητικό επίπεδο.


Χίος, 26 Ιανουαρίου 2017
Ο γνωμοδοτών Δικηγόρος




Κωνσταντίνος Δ. Τριαντάφυλλος

Η Γενική Συνέλευση του Ι.Σ.Κ.Ε. στον Άγιο Ελευθέριο Αχαρνών

$
0
0
Την Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017 πραγματοποιήθηκε η Ετήσια Γενική Συνέλευση του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος στον Ιερό Ναό Αγίου Ελευθερίου Αχαρνών της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

Προηγήθηκε η τέλεση Όρθρου, Θείας Λειτουργίας και Μνημοσύνου υπέρ αναπαύσεως του μακαριστού προέδρου π. Ιωάννου Κατωπόδη και πάντων των κεκοιμημένων Ιερέων, Ιερομονάχων και Διακόνων, μελών του Ιερού Συνδέσμου.

Ο πρόεδρος του Ι.Σ.Κ.Ε. π. Γεώργιος Κωνσταντίνου άνοιξε τις εργασίες της Γενικής Συνέλευσης, καλωσορίζοντας τους αντιπροσώπους των αδελφών Συνδέσμων και όλους τους συνέδρους και αφού ευχαρίστησε τους εφημερίους του Ιερού Ναού για την φιλοξενία, προχώρησε σε απολογισμό των πεπραγμένων του Δ.Σ., παραθέτοντας με χρονολογική σειρά αποφάσεις, παρεμβάσεις, συναντήσεις και άλλες δραστηριότητες του Δ.Σ. 

Το παρόν τους στην Γ.Σ. έδωσαν, η Ένωση Συνδέσμων Κληρικών Κρήτης, ο Ιερατικός Σύνδεσμος Κληρικών Αργολίδος, ο Σύνδεσμος Κληρικών Χίου και ο Σύνδεσμος Κληρικών της Ι. Μ. Κίτρους.


Ο π. Ζαχαρίας Αδαμάκης, πρόεδρος της Ένωσης Συνδέσμων Κληρικών Κρήτης χαιρέτησε τη Γενική Συνέλευση μεταφέροντας το διαφορετικό κλίμα που επικρατεί στις Μητροπόλεις της Ι. Αρχιεπισκοπής Κρήτης, όπου όλοι οι Κληρικοί εγγράφονται στους κατά τόπους Συνδέσμους από τη στιγμή της χειροτονίας τους και υπάρχει συνεργασία τόσο με τους κατά τόπους Μητροπολίτες, όσο και με την Ιερά Σύνοδο.

Χαιρετισμό απηύθυνε και ο π. Μιχαήλ Κουρσιούμπας, πρόεδρος του Συνδέσμου Κληρικών Κίτρους.

Ο κεντρικός ομιλητής π. Βασίλειος Τρομπούκης, Διδάκτωρ Εκκλησιαστικού Δικαίου – LLM/Master Θεολογίας - Διδάσκων Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών, παρουσίασε με εύληπτο και αναλυτικό τρόπο τα αφορώντα στη νομική φύση της ιδιότητας του Εφημερίου, μέσα από τη νομοθεσία τους Ελληνικού Κράτους και από αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ενώ απάντησε στις πολλές ερωτήσεις των συνέδρων.

Ο ταμίας του Ι.Σ.Κ.Ε. π. Μιχαήλ Μετζάκης παρουσίασε τα αποτελέσματα της ταμειακής διαχείρισης του παρελθόντος έτους, 2016, καθώς και τη σχετική έκθεση της Εξελεγκτικής Επιτροπής, καθώς και τον Προϋπολογισμό του 2017, τα οποία εγκρίθηκαν ομόφωνα από την Γ.Σ.

Ακολούθως παρουσιάστηκαν τα πορίσματα της γνωμοδότησης του κ. Κωνσταντίνου Τριαντάφυλλου, δικηγόρου παρ'Εφέταις, περί της διοικητικής, υπαλληλικής και ασφαλιστικής θέσης του «αμίσθου κληρικού». Με εμπεριστατωμένο τρόπο, για πρώτη φορά, εκτίθεται από νομικής πλευράς το θέμα που ανέκυψε τα τελευταία χρόνια.

Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση, ο «άμισθος κληρικός» δεν ασφαλίζεται, καθώς δεν αμείβεται και ως εκ τούτου δεν θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα και δεν καλύπτεται ιατροφαρμακευτικά (κλάδος ασθενείας) ούτε ο ίδιος ούτε τα τυχόν προστατευόμενα μέλη της οικογένειας του. Η θέση του «άμισθου κληρικού», που δεν περιγράφεται, δεν καθορίζεται και δεν θεσμοθετείται στις ανωτέρω νομικές διατάξεις, πάσχει τόσο σε υπαλληλικό και ασφαλιστικό επίπεδο όσο όμως και σε διοικητικό επίπεδο. Ολόκληρη η γνωμοδότηση θα αναρτηθεί στο ιστολόγιο του Ι.Σ.Κ.Ε. προς ενημέρωση και έναρξη γόνιμου προβληματισμού.

Ο αντιπρόεδρος του Ι.Σ.Κ.Ε. π. Ευάγγελος Φεγγούλης ενημέρωσε τη Γ.Σ. για τον νέο ασφαλιστικό νόμο, τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, τα εφάπαξ των Κληρικών, την παρουσία σε συμβουλευτική επιτροπή του νέου φορέα εκπροσώπου του Ι.Σ.Κ.Ε. χωρίς το δικαίωμα ψήφου που είχαν οι αντιπρόσωποι στο Τ.Π.Δ.Υ.

Στην Γ. Σ. έλαβαν μέρος και οι πρώην πρόεδροι του Ι.Σ.Κ.Ε. πατέρες Βασίλειος Βοϊδάσκης, Εμμανουήλ Καβρουλάκης και Γεώργιος Σελλής.

Σε ένδειξη αναγνώρισης της προσφοράς όλων των διοικήσεων του Ι.Σ.Κ.Ε. προς τον εφημεριακό κλήρο της Ελλάδος, θα αναρτηθεί και παρουσιαστεί στον διαδικτυακό τόπο του Ι.Σ.Κ.Ε. η μακρόχρονη ιστορία του από το 1890 μέχρι σήμερα με αναφορές στα Δ.Σ., αρχής γενομένης από τον μακαριστό Μητροπολίτη Αθηνών Γερμανό Καλλιγά πρόεδρο του "Ιερού Συνδέσμου", αλλά και από τις σελίδες του ομώνυμου περιοδικού που εξέδιδε ο "Ιερός Σύνδεσμος", ώστε να καταδεικνύεται η αδιάσπαστη συνέχεια και προσφορά του μέχρι σήμερα.

Ψηφίδες από την ιστορία του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος (1)

$
0
0
Η τελευταία Γενική Συνέλευση του Ι.Σ.Κ.Ε. και ένα συμβάν προ μηνών, έδωσαν το έναυσμα για την προσπάθεια σπουδής της ιστορίας του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος μέσα από τις υπάρχουσες πηγές. 

Η πρώτη αναζήτηση έγινε, που αλλού, στο διαδίκτυο, με πολλά και ενδιαφέροντα αποτελέσματα.

Η δεύτερη στις υπάρχουσες γραπτές πηγές, τα βιβλία πρακτικών των Γενικών Συνελεύσεων και των Διοικητικών Συμβουλίων του Συνδέσμου.

Το πρώτο διαδικτυακό εύρημα ήταν στη σελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου, Από το βιβλίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέα "Εκκλησία Εθναρχούσα και Εθνική μέσα από τη Σύναξη των Πρεσβυτέρων και τον Ιερό Σύνδεσμο της Εκκλησίας της Ελλάδος (1870-1922)"διαβάζουμε για τις απαρχές και την ίδρυση του Ιερού μας Συνδέσμου:

"Είκοσι χρόνια μετά την ανακήρυξη της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχουμε το 1870την πρώτη καταστατική ένωση των κληρικών της Αθήνας, εν μέσω μειζόνων γεγονότων."
..........
"Η μελέτη της πρώτης αυτής καταστατικής ένωσης δείχνει ότι η όλη κίνηση ήταν συνδεδεμένη με τους στόχους που οριοθετούσε το εθνικό μας κέντρο, η Αθήνα ......
Επιδίωξη επίσης του πρώτου καταστατικού ήταν η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου στον κλήρο και η ανάπτυξη των κατηχητικών σχολείων. Στην όλη προσπάθεια που δεν ευοδώθηκε πρωτοστάτησαν επίλεκτα μέλη του εθνικού μας κέντρου, μεταξύ δε αυτών και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Ο αποκλεισμός των αγάμων κληρικών και η ευαισθησία του Αθηνών Θεόφιλου, για την υπέρβαση των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών του από την κίνηση, επέφερε το τέλος της."

"Ο Γερμανός Καλλιγάςγενόμενος, παρά τις αντιδράσεις, Αθηνών από τον Τρικούπη, λίγο μετά την εκλογή του, το 1890προχώρησε στηδεύτερη καταστατική ένωση των κληρικών της Αθήνας, με σκοπό να ανακουφίσει τον κλήρο από την οικονομική δυσπραγία και να τον βοηθήσει στην ανάπτυξη του χαμηλού μορφωτικού του επιπέδου. Δημιούργησε τον «Κανονισμό του εκκλησιαστικού συλλόγου «Ιερός Σύνδεσμος». Πρόεδροςστο διοικητικό συμβούλιο του Συνδέσμου είναι ο εκάστοτε Αθηνών, το δε οκταμελές συμβούλιο εκλέγεται από τους κληρικούς –μέλη του Συνδέσμου. Μέσα από ένα ταμείο εισφορών, κυρίως από τους ίδιους τους κληρικούς, ο Γερμανός προσπάθησε για την οικονομική και μορφωτική αναβάθμιση του κλήρου. Η Μητρόπολη Αθηνών, όπου ο Σύνδεσμος είχε γραφεία και αίθουσα ομιλιών, κατέστη το κέντρο των κληρικών. Η έκδοση της εφημερίδας «Ιερός Σύνδεσμος»είναι ένα επίσης πολύ σημαντικό επίτευγμα. Για πρώτη φορά η Εκκλησία της Ελλάδος απόκτησε δικό της δημοσιογραφικό όργανο που εκδόθηκε για πρώτη φορά την 17η Νοεμβρίου 1894. 
Η αιφνίδια και απροσδόκητη εκδημία του Γερμανού και η επακολουθήσασα παραίτηση με τα «Ευαγγελικά» το 1901 του Προκοπίου Β’, έφεραν το 1902 Μητροπολίτη Αθηνών το Θεόκλητο. Το επόμενο έτος υπέβαλε, χωρίς αποτέλεσμα, στην κυβέρνηση Δεληγιάννη δύο νομοσχέδια για τη βελτίωση της οικονομικής και πνευματικής κατάστασης του κλήρου. Το 1906προχώρησε στο «Καταστατικό του εν Αθήναις εκκλησιαστικού συλλόγου «Ο Ιερός Σύνδεσμός».Πρόκειται για αναθεώρηση στο καταστατικό του Γερμανού, με τους ίδιους κατ’ ουσίαν σκοπούς και κάπως αυξημένες τις αρμοδιότητες του Αθηνών, που παρέμεινε πρόεδρος του Συνδέσμου.
....................
"Το Μάιο του 1922 έχουμε αναθεώρηση στο καταστατικό του Ιερού Συνδέσμου και τον Ιούνιο τη συγκρότηση της Παγκληρικής, που περιλαμβάνει τους τοπικούς συνδέσμους των κληρικών. Ο Αθηνών είναι ο επίτιμος πρόεδρος της Παγκληρικής, που διοικείται από διοικητικό συμβούλιο κληρικών, εκλεγόμενο από εκπροσώπους του συνόλου των συνδέσμων της Παγκληρικής. Στον Ιερό Σύνδεσμο ο Αθηνών έχει την εποπτεία, ως πρόεδρός του και η δυνατότητα της σύγκλησης του διοικητικού συμβουλίου ή της γενικής συνέλευσης. Ουσιαστικές όμως είναι και οι αρμοδιότητες του αντιπροέδρου, με πρώτο τον αρχιμανδρίτη Δαμασκηνό Παπανδρέου, που είναι και πρόεδρος της Παγκληρικής."

Συν Θεώ, σε επόμενες αναρτήσεις θα δούμε κι άλλες ψηφίδες της ιστορίας του Συνδέσμου μας μέσα από το δημοσιογραφικό του όργανο και άλλα κείμενα της ίδιας εποχής.

Ψηφίδες από την ιστορία του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος (2)

$
0
0
Στην προηγούμενη ανάρτησήμας είδαμε ένα σύντομο ιστορικό για την προσπάθεια καταστατικής ένωσης των Κληρικών της Αθήνας. Η μία προσπάθεια το 1870 επί Μητροπολίτου Αθηνών Θεοφίλου, η οποία επεδίωκε τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κληρικών και την ανάπτυξη των κατηχητικών σχολείων.

Η δεύτερη κίνηση, η οποία απέδωσε καρπούς, από τον Μητροπολίτη Αθηνών Γερμανό Καλλιγά, το 1890, ο οποίος δημιούργησε τον «Κανονισμό του εκκλησιαστικού συλλόγου «Ιερός Σύνδεσμος» (ο Κανονισμός θα εκτεθεί σε άλλη ανάρτηση, γιατί αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του συλλόγου).

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κυρός Γερμανός [κατά κόσμον Γεράσιμος Καλλιγάς], γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1844 στο χωριό Καλλιγάτα Λειβαθούς Κεφαλληνίας, γιος πλοιάρχου. Φοίτησε στο Λύκειο του Αργοστολίου και το 1859 πήγε στη Ρωσία, κοντά στον πατέρα του, όπου συνέχισε τις σπουδές του.

Κατετάγη ως δόκιμος στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου της Πάτμου, όταν ηγούμενος ήταν ο θείος του, Παρθένιος,  και εκάρη μοναχός με το όνομα Γερμανός. 

Με δαπάνες του θείου του, Παρθενίου, και την προστασία του συμπολίτου του Ανθίμου Μαζαράκη παρακολούθησε τα ανώτερα θεολογικά μαθήματα στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Όταν έλαβε το πτυχίο του προσελήφθη ως διάκονος του Πατριάρχου Αλεξανδρείας, που τον προήγαγε σε ιερογραμματέα του και αφού τον χειροτόνησε πρεσβύτερο, τον διόρισε πρωτοσύγκελλο.

Εκτιμώντας τα προσόντα και τις αρετές του κλήθηκε από την Κοινότητα της Μασσαλίας ως εφημέριος κατά το 1880.

Το 1884, εκλέχθηκε και χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κεφαλληνίας, όπου επέδειξε μεγάλη οργανωτική ικανότητα και ανέπτυξε σημαντική φιλανθρωπική δράση. Είναι ο ιδρυτής της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Κεφαλληνίας, που δημιουργήθηκε με δική του στήριξη και πρωτοβουλία στα μέσα του 1887, καθώς και του, συστεγαζόμενου με αυτήν, Αρχαιολογικού Μουσείου. Τη Μητρόπολη Κεφαλληνίας ποίμανε μέχρι της 19ης Ιουλίου 1889.

Η εκλογή ως Μητροπολίτη Αθηνών του Κεφαλληνίας Γερμανού, επιτεύχθηκε μετά από αλλεπάλληλες αποφασιστικές και απροκάλυπτες παρεμβάσεις της κυβερνήσεως του Χαρίλαου Τρικούπη, ο οποίος έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση στο πρόσωπο και στο έργο του Μητροπολίτη και τον θεωρούσε ως καταλληλότερο για τη θέση. 

Ως Μητροπολίτης Αθηνών εργάσθηκε για την πνευματική, ηθική και οικονομική ανύψωση του κλήρου. Προώθησε την καλλιέργεια του Θείου κηρύγματος, ενώ ίδρυσε την «Γερμάνειον» ιερατική Σχολή. Αγωνίστηκε για την την πνευματική καλλιέργεια του λαού με συστηματική διοργάνωση ομιλιών και σεμιναρίων.  Άσκησε φιλανθρωπία προς κάθε κατεύθυνση, υπεράσπισε την Ορθοδοξία έναντι του Παπισμού, η δε απάντηση του στην πρόσκληση του Πάπα Λέοντος ΙΓ'προς τις ορθόδοξες εκκλησίες να ενωθούν είναι μνημειώδης. Ο Γερμανός αντιτάχθηκε σθεναρά στις επεμβάσεις και παρεμβάσεις της Πολιτείας στην Εκκλησία.

Γράφει στη διδακτορική του διατριβή ο Πανοσιολ. Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος-Σωτήριος Φάκας:

"Στίς ἀρχές τοῦ ἔτους 1890, ὁ μητροπολίτης Ἀθηνῶν Γερμανός Καλλιγάς, δείχνοντας ἔμπονο ἐνδιαφέρον γιά τήν ἀνόρθωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν, γενικά, ὑποθέσεων, εἰδικότερα γιά τήν ἀνόρθωση τοῦ κλήρου, προχώρησε σέ ἕνα πολύ θετικό μέτρο. Προσκάλεσε κατ’ ἀρχάς τούς κληρικούς τοῦ ἐθνικοῦ κέντρου καί τοῦ ἐπινείου καί τούς ἀνακοίνωσε τίς προθέσεις του. Ἀπό τήν Ἀθήνα καί τόν Πειραιᾶ συγκεντρώθηκαν περίπου 90 κληρικοί, πού ἀποδέχθηκαν τίς προτάσεις τοῦ ἀρχιεπισκόπου, καί προέβησαν στήν ἵδρυση σωματείου, μέ τήν ὀνομασία «Ἱερός Σύνδεσμος». Μέλη τοῦ Συνδέσμου αὐτοῦ μποροῦσαν νά ἐγγραφοῦν μόνον κληρικοί τῶν τριῶν βαθμῶν τῆς ἱερωσύνης."

Το 1894 εκδόθηκε η εφημερίδα «Ιερός Σύνδεσμος», το πρώτο δημοσιογραφικό όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Επιπλέον, με δωρεά της οικογένειας Βαλλιάνου, ανήγειρε οικοδόμημα στην περιοχή Γουδή, για να στεγάσει Ιερατική Σχολή, η οποία όμως δεν λειτούργησε και το οικοδόμημα χρησιμοποίησε το κράτος ως Σχολή Χωροφυλακής. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στο Θρόνο των Αθηνών ανήγειρε τα κτίρια της Ιεράς Συνόδου και της Iεράς Μητροπόλεως Αθηνών στην οδό Αγίας Φιλοθέης. Απέβλεψε στην αναζωογόνηση της Εκκλησίας, στην ηθική και πνευματική ανύψωση του κλήρου, στην πάταξη ηθικών παρεκτροπών, στην αξιοπρεπή συντήρηση των κληρικών και για το λόγο αυτό εισηγήθηκε στην Πολιτεία τη μισθοδοσία των Κληρικών από το Κράτος. Υπήρξε μεγαλοπράγμονας και μεγαλεπήβολος εκκλησιαστικός άνδρας, με πολλές ηγετικές ικανότητες, ακούραστος και αεικίνητος.

Ο Αρχιεπίσκοπος Γερμανός πέθανε σχετικά νέος, στις 18 Ιανουαρίουτου 1896.

Η μαρμάρινη προτομή του, έργο του Δημητρίου Φιλιππότη, βρίσκεται στον περίβολο της Αγίας Φιλοθέης, στην οδό Αγίας Φιλοθέης 19-21, στη συνοικία της Πλάκας στην Αθήνα. Η προτομή εδράζεται σε ορθογωνική βάση και ο Αρχιεπίσκοπος απεικονίζεται μεγαλόπρεπα, με προτεταμένο το στήθος προς τα εμπρός, φορώντας τους επιστήθιους σταυρούς και τα εγκόλπια του. Στην πρόσοψη της βάσεως υπάρχει εγχάρακτη η επιγραφή: «Ο ΑΘΗΝΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΑΛΛΙΓΑΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝ 1889-1896»
________________________________

Ηλίας Α. Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα :Συμβολαί εις την ιστορίαν και λαογραφίαν της νήσου Κεφαλληνίας εισ τόμους τρεις . T.2. Εν Αθήναις :Τύποις Μηνά Μυρτίδη, 1960.

Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος-Σωτήριος Φάκας ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ» ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ 19ος - ΑΡΧΕΣ 20οῦ αἰ. Διδακτορική Διατριβή ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ 


Γ.Δ.Μεταλληνός, Γερμανός Καλλιγάς αρχιεπίσκοπος Κεφαλληνίας και ύστερα μητροπολίτης Αθηνών Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάνικα, τ.16, σελ. 434-435

Ψηφίδες από την ιστορία του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος (3)

$
0
0
Στην προηγούμενη ανάρτησηαναφερθήκαμε στην προσωπικότητα του μακαριστού Μητροπολίτου Αθηνών Γερμανού Καλλιγά, πρώτου προέδρου του "Ιερού Συνδέσμου". 

Μελετώντας τη διδακτορική διατριβή του Πανοσιολ. Αρχιμ. Σωφρονίου-Σωτηρίου Φάκα, περί του συλλόγου "Ανάπλασις", στις σελίδες που γίνεται αναφορά στη σχέση των δύο σωματείων "Ιερού Συνδέσμου"και "Αναπλάσεως"διαβάζουμε στα περί ιδρύσεως του Ιερού Συνδέσμου και τα ακόλουθα:

"Ἀνάπλασις 43, ὅ.π., σσ. 484 β - 485 α: «Μετά τόν ἀνωτέρω λόγον τοῦ σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου ἐνεγράφη πρῶτος αὐτός ὡς ἱδρυτής τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου», ὡρίσας ὑπέρ τοῦ ἱεροῦ ταμείου δραχμάς 2000. Εἶτα προσερχόμενος ἕκαστος ἐνεγράφετο, σημειῶν καί τήν ὑπέρ τοῦ ἱεροῦ ταμείου προσφοράν του, ὡς ἑξῆς.
Εἷς προσήνεγκε δραχ. 200, ὁ α΄ γραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου κ. Γεννάδιος. Τρεῖς προσήνεγκον ἀνά 100 δραχμάς, ὁ ἱεροκῆρυξ τοῦ νομοῦ Ἀττικῆς κ. Ἱερόθεος, ὁ οἰκονόμος κ. Ἰωάννης Σάντος, καί ὁ ἱερομόναχος κ. Κύριλλος Γεωργιάδης. Εἷς δρ. 75, ὁ ἱερεύς κ. Βασίλειος Ἀθανασίου. Δέκα τρεῖς προσήνεγκον ἀνά δρ. 50, οἱ κ.κ. Παρθένιος Δημητρόπουλος ἀρχιμανδρίτης, Ἱερώνυμος Βλαχάκης ἀρχιμανδρίτης, Π. Σωτηρόπουλος οἰκονόμος, Προκόπιος Ἀλεξόπουλος ἱερομόναχος, Δημήτριος Ν. Εὐσταθίου, Γρηγόριος Ἀντωνιάδης ἀρχιμανδρίτης, Λουκᾶς Εὐταξίας Σακελλαρόπουλος, Γεράσιμος Βεργινάδος, Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος, Γρηγόριος Παπᾶ Γρηγορίου, ὁ β΄ γραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Εὐθύμιος Γλυκᾶς, Δημήτριος Κωνσταντίνου καί Γεννάδιος Σωτηριάδης. Εἷς προσήνεγκε δρ. 40, ὁ κ. Μισαήλ Πιλιβάνης. Ἑπτά προσήνεγκον ἀνά 30 δρ., οἱ κ.κ. Θεόδωρος Λογοθέτης, ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Παυλίδης, Γεώργιος Σακελλάριος, Ἀ. Παπακωνσταντίνου, Σωφρόνιος Παπαναγιώτου καί Παναγιώτης Καλλίνικος. Οἱ δέ λοιποί ἑξήκοντα τέσσαρες προσήνεγκον ἀνά 25 ἕκαστος δραχμάς, ὅπερ ὡρίσθη καί τό κατώτατον ποσόν προσφορᾶς. Εἰσί δέ οὗτοι οἱ ἑξῆς: Ἀρχιμανδρίτης Ἰωάννης Μαρτῖνος, Ἀγαθάγγελος Τζαβέλας, Δημήτριος Χαϊμανδᾶς, Ἰωάννης ἱερεύς Γραικούσης, Δημήτριος Κωνσταντινίδης οἰκονόμος, Παρθένιος Ἀθανασιάδης, Ἐλευθέριος Καστρινσίου ἀρχιμανδρίτης, Γρηγόριος Καρατζᾶς, Νεκτάριος Παπαγεωργίου, Γαβριήλ Παπᾶ Ἰωάννου, Ἀμφιλόχιος Μαρμαρᾶς, Γεώργιος Γεωργιάδης ἱεροδιάκονος, Ἰωάννης Ζησιμόπουλος, Σωτήριος Ἀσημάκης, Παρθένιος Γιαβόπουλος, Παναγιώτης Στριμμενέας, Νεκτάριος Μαυροκορδᾶτος, Ἀθανάσιος Πάλλης Σακελλάριος, Ἀναστάσιος Ἀδαμαντίου Σακελλάριος. Ἰωάννης Νίκας, Σπυρίδων Σαρρῆς, Ἀνδρέας Οἰκονόμου, Νικόλαος Χατζιδάκης, Θεοδόσιος Δημητριάδης, Σταμάτιος Μανολακίδης, Γρηγόριος Φραγγιαδάκης, Ἄγγελος Βόρσας, Κωνσταντῖνος Οἰκονόμου, Μηνᾶς Κασιμάτης, Παναγιώτης Πανάπασχος, Παναγιώτης Τζολίνας, Ἀντώνιος Νικηφόρος, Ἀθανάσιος Ὀλύμπιος, Νικόλαος Βλαχάκης, Χρύσανθος Γαρύφαλος, Δωρόθεος Κιοσσές, Γαβριήλ Παπαϊωάννου, Δημήτριος Παπακωνσταντόπουλος, Μιχαήλ Θεοχάρης, Σπυρίδων Κτενᾶς, Ἐμμανουήλ Μαρουλιανός, Νικόλαος Παπαβασιλείου, Μάξιμος Ἰωαννίδης, Νικόδημος Ἀναστ. Ἀδάμ, Εὐσέβιος Ματθόπουλος ἀρχιμανδρίτης, Δαμασκηνός Πολυδώρου, Παρθένιος Βενιέρης, Ἰωάννης Δέρβος, Ἀγάπιος ἱεροδιάκονος, Μισαήλ Λεκόπουλος, Νικόλαος Πλανᾶς. Εὐστράτιος Βιτσιλάκης, Μελχισεδέκ Φρουδάκης, Εὐσέβιος Μοσχονᾶς, Ἠλίας Μαυρουδῆς, Ἀρσένιος Ἀντωνόπουλος, Θεόδωρος Καραμακλῆς, Κωνσταντῖνος Σταπουντζῆς, Γρηγόριος Παρασκευόπουλος, Ἀλέξανδρος Παπαμιχαλόπουλος, Δημήτριος Κλητσίνικας, Θεμιστοκλῆς Δούσης καί Σταμάτιος Ἰωάννου Σταματέλος."

Για την παράθεση του εκτενούς καταλόγου των ιδρυτικών μελών του συλλόγου, ο συγγραφέας της διατριβής σημειώνει τα ακόλουθα:


"Συνεχίζοντας ἡ «Ἀνάπλασις» τήν εὐμενή στάση της ἀπέναντι στόν «Ἱερό Σύνδεσμο», δημοσιεύει ὁλόκληρη τήν προσφώνηση τοῦ Γερμανοῦ, μπροστά στήν ἱδρυτική συνέλευση τῶν κληρικῶν τοῦ ἐθνικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ κέντρου τῆς ἑλληνικῆς πρωτεύουσας. Στόν λόγο του αὐτόν, ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἀφενός ἐκφράζει τίς σκέψεις καί τά σχέδιά του γιά τόν σύνδεσμο, καί ἀφετέρου ἀναλύει ἕνα πρός ἕνα τά προβλήματα πού ἀντιμετώπιζε ὁ 
ἐφημεριακός κλῆρος. Συγχρόνως ὅμως ἀφουγκράζεται ὁ δυναμικός καί ρέκτης ἐκεῖνος ἱεράρχης τίς δυσκολίες καί τούς ἀγῶνες τῶν ἑλλήνων ρασοφόρων καί ὑπόσχεται κάθε 
συμπαράσταση γιά τήν ἐνίσχυση τῆς θέσεώς των μέσα στήν ἑλληνική κοινωνία. Ἡ 
οἰκονομική ἐνίσχυση τοῦ κλήρου, σύμφωνα μέ τούς λόγους του, θά ἀποτελέσει τόν βασικότερο στόχο στίς ἐνέργειες τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου». «Γινώσκομεν μεταξύ ὑμῶν–λέει χαρακτηριστικά ὁ φιλοπρόοδος ἐκεῖνος ἀρχιερέας– ἱερεῖς πενομένους καί στερουμένους καί αὐτῶν τῶν ἀναγκαιοτέρων πρός συντήρησιν ἐφοδίων».


Ὡς εὐεργετικό μέτρο συμπαραστάσεως πρός τόν νεόδμητο αὐτόν συνάδελφό της, ἡ 
«Ἀνάπλασις» κρίνει καί τό νά δημοσιεύσει τά ὀνόματα τῶν ἱδρυτικῶν μελῶν τοῦ «Ἱεροῦ 
Συνδέσμου», προκαλώντας μέ τόν τρόπο αὐτό τό ἐνδιαφέρον ὅλων τῶν κληρικῶν, στά 
πέρατα τῆς γῆς, ὅπου ἔφταναν τά τεύχη της. Παραθέτει ἐπίσης καί τήν συνδρομή τοῦ 
καθενός σέ χρήματα, ἀπό τίς ὁποῖες συγκεντρώθηκε, κατά τήν πρώτη ἤδη συνεδρίαση τοῦ 
νέου συλλόγου, τό ποσό τῶν 5.195 δρχ. Τό ποσό αὐτό ὁρίσθηκε γιά τήν περίθαλψη τῶν 
ἀπόρων μελῶν τοῦ Συλλόγου.


Παραθέτουμε τόν ἀρχικό καί ἱδρυτικό αὐτόν κατάλογο, δίνοντας μία μορφή τοῦ 
κλήρου, πού διαβίωνε, κατά τό ἔτος 1890, στό ἀθηναϊκό κέντρο καί τό κεντρικό ἑλληνικό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ. Μελετώντας τόν κατάλογο, βλέπουμε πρόσωπα πού διαδραμάτησαν σπουδαῖο ρόλο στά ἐκκλησιαστικά πράγματα. Ἐπίσης φαίνονται τά ὀφφίκια τῶν 
κληρικῶν, κάποια ἀπό τά ὁποῖα σύν τῷ χρόνῳ ἐξέλιπαν καί σχεδόν ξεχάσθηκαν, ὅπως ὁ 
σακελλάριος.


Στόν κατάλογο ἀναφέρεται ὁ π. Εὐσέβιος Ματθόπουλοςπού ἦταν μέλος καί τῆς 
«Ἀναπλάσεως». Ἐπίσης καί ὁ Νικόλαος Πλανᾶς, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν εὐλαβικό ἱερέα τῶν Ἀθηνῶν, πού ἤδη τιμᾶται ὡς ἅγιος ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος."

_____________________



Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος-Σωτήριος Φάκας ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ» ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ 19ος - ΑΡΧΕΣ 20οῦ αἰ. Διδακτορική Διατριβή ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Ψηφίδες από την ιστορία του Ι.Σ.Κ.Ε. (4) "Κανονισμός του εκκλησιαστικού συλλόγου "Ιερός Σύνδεσμος""

$
0
0
Στην προηγούμενη ανάρτηση αναφερθήκαμε στην προσωπικότητα του μακαριστού Μητροπολίτου Αθηνών κυρού Γερμανού (Καλλιγά), που υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος του συλλόγου με την επωνυμία "Ιερός Σύνδεσμος", ενώ μέσα από τις σελίδες του περιοδικού "Ανάπλασις"είδαμε τα ιδρυτικά του συλλόγου μέλη. 

Στη συνέχεια και πάλι από το περιοδικό "ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ"ΕΤΟΣ Γ΄ ΑΡΙΘ. 49 ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1 ΜΑΪΟΥ 1890, παραθέτουμε τον Κανονισμό του Εκκλησιαστικού Συλλόγου "ΙΕΡΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ"ως απαραίτητο τεκμήριο της ιστορίας του Συνδέσμου μας.

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ
ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ
Περί ἐγκρίσεως τοῦ κανονισμοῦ τοῦ ἐν Ἀθήναις ἐκκλησιαστικοῦ συλλόγου «Ἱεροῦ Συνδέσμου».
Γ Ε Ω Ρ Γ I 0 Σ Α'.
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Προτάσει τοῦ ἡμετέρου ἐπί τῶν ’Εσωτερικῶν ὑπουργοῦ, έγκρίνομεν τόν ἀπό 23 Ἰανουαρίου έ. ἒ. ἐξ ἂρθρων 51 κανονισμόν τοῦ ἐνταῦθα συσταθέντος ἐκκλησιαστικοῦ συλλόγου ὑπό τήν ἐπωνυμίαν «Ἱερός Σύνδεσμος» καί ἐπικυροῦμεν τούς ἐν αὐτῷ ἐνδιαλαμβανομένους ὂρους.
Ὁ αὐτός ὑπουργός ἐκτελέσει τό παρόν διάταγμα, δημοσιευθησόμενον διά τῆς «’Εφημερίδος τής Κυβερνήσεως» μετά τοῦ ἐγκρινομένου κανονισμοῦ.
Έν ’Αθήναις, τή 10 Μαρτίου 1890.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ
Ό Ὑπουργός τῶν ’Εσωτερικῶν
Σ. ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ.
___________
Συνιστᾶται ἐν ’Αθήναις ἐκκλησιαστικός σύλλογος «Ἱερός Σύνδεσμος» καλούμενος, τοῦ ὁποίου τόν σκοπόν καί τά ἒργα ὁρίζει ὁ παρών κανονισμός.
ΚΕΦΑΛΑ ΙΟΝ Α΄.
Περί τοῦ σκοποῦ καί τῶν ἒργων τοῦ συλλόγου
1. Σκοπός τοῦ 'Ιεροῦ Συνδέσμου ἐστί: α΄) ἡ στενωτέρα ἀδελφοποίησις καί ἒνωοις ἐν Χριστῷ ’Ιησοῦ πάντων τῶν μελῶν αὐτοῦ ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης οὓτως, ὣστε νά άποτελώσιν ἐν σῶμα κεφαλήν ἒχον τόν Κύριον ἡμῶν ’Ιησοῦν Χριστόν, ὡς λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος· «Ὑμεῖς ἐστέ σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους» β΄) ἡ ὑποστήριξις τῆς ’Ορθοδόξου ἡμῶν θρησκείας κατά τε τά δόγματα και τους ιερούς κανόνας γ΄) ἡ ἐπιδίωξις καί βελτίωσις πάντων τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, δι’ ὃλων τῶν κανονικῶν καί νομίμων μέσων προς δόξαν τής εκκλησίας και σωτηρία τῶν πιστῶν· καί δ΄) ἡ περίθαλψις τῶν πασχόντων-τῶν ἐνδεῶν καί τῶν ἐκ γήρατος ἀνικάνων καταστάντων μελῶν τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου».
2. ’Έργον τοῦ Ἱεροῦ Συνδέσμου πρός ἐπίτευξιν τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ ἒσται ἡ σκέψις, ἡ ἒρευνα καί ἡ ἀπόφασις περί τῶν ἐκάστοτε ληπτέων μέτρων ἐντός τῶν  ὃρων τοῦ κανονικοῦ δικαίου· α΄) πρός τελειοτέραν ἀεί μόρφωσιν τοῦ κλήρου, πρός ἀξιοπρεπεστέραν αὐτοῦ συντήρησιν καί πρός ἀκριβή ἐκπλήρωσιν τῶν ὑψηλῶν αὐτοῦ καθηκόντων· β΄) πρός ἐκλογήν καταλλήλων ὑποψηφίων διά τό ἱερόν τῆς ίερωσύνης ἀξίωμα, ἐπί εὐσεβείᾳ καί παιδείᾳ διακρινομένων· γ΄) πρός ἀπαγόρευσιν διά παντός μέσου ὑπεραρίθμων χειροτονιῶν, γινομένων δέ μόνον τῶν ἀναγκαίων διά τάς πνευματικάς τῶν πιστῶν ἀνάγκας· δ΄) πρός τακτικήν λειτουργίαν τοῦ εὐαγγελικού κηρύγματος ἐν τοῖς ἱεροῖς ναοῖς ἐπί τό προσφορώτερον καί ἀποτελεσματικώτερον· ε΄) πρός τήρησιν τῶν ἑορτῶν, μάλιστα δε τῆς Κυριακῆς, διά τῆς ἀπαγορεύσεως τοῦ νά ἀνοίγωνται τά καταστήματα καθ’ ὃλην τήν ἡμέραν· ς’) πρός βελτίωσιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς καί τῆς ἁγιογραφίας· ζ') πρός ἒκδοσιν ἱερῶν βιβλίων καί έκκλησιαστικῶν δημοσιευμάτων, πρός ἐπιτήρησιν καί ἐπίκρισιν τῶν ἐκδιδομένων τοιούτων καί πρός ἀπαγόρευσιν ἐτεροδιδασκαλιῶν· η΄) πρός εἰσαγωγήν ἐν τοῖς ἱεροῖς ναοῖς τοῦ καθαροῦ κηροῦ· θ') πρός ρύθμισιν τοῦ λειτουργικοῦ τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν ἐκκλησίας μέρους καί τῆς εὐταξίας ἐν ταῖς ἱεραῖς ἀκολουθίαις, καί ἐν γένει πρός πάσαν ἂλλην ὑπόθεσιν σχετιζομένην πρός τά εκκλησιαστικά πράγματα.
3. Διδασκαλία τακτική πρός φωτισμόν καί ἠθικήν ἀνύψωσιν τοῦ κλήρου καί πάντων τῶν χριστιανῶν. Ἡ διδασκαλία ἒσται α΄) ἐρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς· β’) ἐρμηνεία τῆς θείας λειτουργίας καί τῶν λοιπῶν μυστηρίων, καί γ') ἐρμηνεία τῶν ἱερῶν κανόνων καί ἐφαρμογή ἐν τῇ πράξει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
Περί τῶν μελῶν τοῦ Ἱεροῦ Συνδέσμου.
Καθήκοντα καί δικαιώματα αὐτῶν.
4. Μέλη τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου» δύνανται νά γείνωσι δικαιωματικῶς οἱ ἀνήκοντες εἰς ἓνα τῶν τριῶν βαθμῶν τῆς ἱερωσύνης, μετέχουσι δέ οὗτοι ὃλων τῶν δικαιωμάτων καί καθηκόντων τοῦ συλλόγου.
5. Ἓκαστον μέλος καί πάντα ὁμοῦ ὑποχρεοῦνται νά ἐργάζωνται μετά προθυμίας ἀγαθής πρός ἐπίτευξιν πάντων τῶν ἐν τῇ 2 παραγράφῳ ἀναγραφόμενων, ἰδίως δε όφείλουσι νά πολιτεύωνται συμφώνως πρός τό ιερόν αὐτῶν ἐπάγγελμα, ἒνθεν μεν πρός δόξαν τῆς άγιας ἡμῶν θρησκείας, ἒνθεν δέ πρός ἀγαθόν παράδειγμα καί διδασκαλίαν τῶν χριστιανῶν.
6. Πᾶς κληρικός γενόμενος μέλος καταθέτει εἰς τό ταμεῖον τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου», ἃμα τῇ ἐγγραφῇ αὐτοῦ, δραχμάς εἲκοσι πέντε· μένει δέ εἰς τήν προαίρεσιν αὐτοῦ νά προσφέρῃ καί πλείονα.
7. Αἱ ἐτήσιαι συνδρομαί τῶν ἱδρυτῶν καί μέτοχων δέν δύνανται νά ὦσιν ὁλιγώτεραι τῶν δεκαπέντε δραχμῶν, κατατιθέμεναι ἐπί ἀποδείξει εἰς τά ταμεῖον ἐτησίως ἢ καθ’ ἐξαμηνίαν.
8. Τά μέλη διαιροῦνται εἰς τακτικά καί ἐπιτιμα, ἐπίτιμα δέ ἀναγορεύονται ἐκ τῶν λαϊκῶν οἱ παρασχόντες τῷ «Ἱερῷ Συνδέσμῳ «σημαντικάς ἐκδουλεύσεις, ἢ οἱ δυνάμενοι νά παράσχωσι τοιαύτας.
9. Πάν μέλος τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου» ἒχον ἀνάγκην συνδρομῆς καί περιθάλψεως, δικαιοῦται νά τύχη τοιαύτης· διότι ὁ ἒχων καθήκοντα δικαίως ἀποκτᾷ καί δικαιώματα· ἀποκτᾷ δέ τό δικαίωμα τῆς περιθάλψεως μετά ἓν ἒτος ἀπό τῆς ἐγγραφῆς αὑτοῦ.
10. Ὁ δεόμενος περιθάλψεως ὑποβάλλει δεδικαιολογημένην αἲτησιν τῷ συμβουλίῳ τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου», καί ἀποφασίζεται ὑπ’ αὐτοῦ ἡ κατάλληλος περίθαλψις τοῦ αἰτοῦντος, ἀναλόγως τῶν μέσων τοῦ ταμείου καί τῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀναφερομένου.
11. Μετά πενταετίαν ἀπό τῆς ἱδρύσεως τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου» καί ἀπό τῆς ἐγγραφῆς ἐκάστου μέλους, ἂρχεται ἡ διανομή τοῦ ἠμίσεως τῶν εἰσοδημάτων, μετά τήν ἀφαίρεσιν τῶν περιθάλψεων, τοῖς ἱδρυταῖς καί μετόχοις, τιθέμενης οὒτω τῆς ἀρχῆς τῆς μισθοδοσίας τοῦ ἱεροῦ κλήρου, τό δέ ἒτερον ἢμισυ τῶν εἰσοδημάτων προστίθεται εἰς τό κεφάλαιον μέχρι τοῦ τέλους τῆς δευτέρας πενταετίας, ὃτε ἀποφασισθήσονται τά περαιτέρω ὑπό γενικῆς τῶν ἱδρυτῶν καί μετόχων συνελεύσεως.
12. Εἰς τάς χήρας ἢ τά ὀρφανά τῶν ἐγγάμων μελῶν τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου» χορηγεῖται τό ἢμισυ τοῦ ὃσον λαμβάνει ὁ μέτοχος, ἐάν ὁ ἐγγραφείς ἐδήλωσε τοῦτο καί προσφέρῃ ἐτησίως τήν ἀνάλογον συνδρομήν.
13. Πᾶν μέλος τακτικόν παῦον ἢ δυστροποῦν νά καταβάλλῃ τήν ἐτησίαν ἢ ἐξάμηνον καταβολήν αὐτοῦ, ἀπόλλυσι τάς προηγουμένας καταβολάς καί διαγράφεται ἐκ τοῦ καταλόγου τῶν μετόχων τῇ ἀποφάσει τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ.
Περί διοικητικοῦ συμβουλίου.
14. Ὁ «Ἱερός Σύνδεσμος» ἒχει διοικητικόν συμβούλιον, ὃπέρ διεξάγει τάς ὑποθέσεις αὐτοῦ τάς τε πνευματικάς καί ὑλικάς. Καί πρόεδρος μέν αὐτοῦ καί τοῦ ὃλου συλλόγου ἒσται διαρκής ὁ κατά καιρούς Μητροπολίτης Ἀθηνῶν, σύμβουλοι δέ ὀκτώ μέλη ἐκλεγόμενα ἀνά τριετίαν κατά τήν δευτέραν Κυριακήν τοῦ Ἰανουαρίου.
15. Τό συμβούλιον βουλεύεται καί ἀποφασίζει περί ὃλων τῶν ὑποθέσεων καί συμφερόντων τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου» μεριμνά διηνεκῶς περί τῶν ἀναγκῶν τοῦ ἱεροῦ κλήρου καί τῆς ἐκκλησίας, προνοεί πρός θεραπείαν τῶν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καί τῷ ἱερῷ κλήρῳ ἐλλείψεων· διαχειρίζεται πᾶσαν τήν περιουσίαν τοῦ συλλόγου παρακαταθέτον αὐτήν εἰς τάς ἀσφαλεστέρας Τραπέζας· παρίοταται διά τοῦ προέδρου αύτοῦ ἢ καί διά πληρεξουσίων πρό πάσης ἀρχῆς διοικητικῆς ἢ δικαστικῆς· προτείνει καί δέχεται δικαστικούς καί ἐξωδίκους συμβιβασμούς, καί ἐνεργεῖ, ὡς ἀντιπροσωπεῦον τόν «Ἱερόν Σύνδεσμον», εἰς πάσας τάς πράξεις, δι’ ἃς τά ἂρθρα 96 καί 97 τῆς πολιτικῆς δικονομίας ἀπαιτοῦσιν εἰδικήν πληρεξουσιότητα· μεριμνᾷ πρός ἐξεύρεσιν πόρων καί ἐγγραφήν νέων μελῶν, καί ἐν γένει καταβάλλει πάσαν προσπάθειαν πρός πνευματικήν καί ὑλικήν βελτίωσιν τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου».
16. Ὁ πρόεδρος τοῦ συμβουλίου, μέλος ὢν τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου», ὑπόκειται εἰς πάσας τάς ὑποχρεώσεις καί εἰς πάσας τάς εὐθύνας τῶν ἂλλων τοῦ συλλόγου καί τοῦ συμβουλίου μελῶν.
17. Ὁ πρόεδρος, καί τούτου κωλυομένου, ὁ Ἀντιπρόεδρος, (ἐκλεγόμενος παρά τῶν συμβούλων), συγκαλεῖ τό διοικητικόν συμβούλιον, διευθύνει τάς συζητήσεις, διορίζει μετά τοῦ συμβουλίου τάς εἰδικάς ἐπιτροπάς ἐπί τῶν διαφόρων ἀντικειμένων, ἃπερ ἢθελον παρουσιασθῇ, ὑπογράφει τά πρακτικά τῶν συνεδριάσεων, ὡς καί τά ἐξερχόμενα ἒγγραφα, συγκαλεῖ τάς γενικάς συνελεύσεις καί προεδρεύει αὐτῶν, καί ἐν γένει διευθύνει τόν σύλλογον πρός ὃν ἐπιδιώκει σκοπόν.
18. Τό διοικητικόν συμβούλιον συνέρχεται ἃπαξ τῆς ἑβδομάδος καθ’ ὡρισμένην ἡμέραν καί ὣραν· ἀλλά καί ἐκτάκτως δύναται νά συνέλθῃ, ἐάν κληθῇ ὑπό τοῦ προέδρου, ἢ τῇ αἰτήσει τριῶν μελῶν αὐτοῦ.
19. Αἱ συνεδριάσεις τοῦ συμβουλίου εἰσί πλήρεις, ὃταν παρευρίσκωνται τά ἡμίση τῶν μελῶν αὐτοῦ πλέον ἑνός, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ προέδρου, αἱ δέ ἀποφάσεις αὐτοῦ ἒχουσι κύρος κατά πλειονοψηφίαν, ἰσοψηφίας δέ τυχούσης, ὁ προεδρεύων φέρει τήν νικῶσαν.
20. Εἰς πάσαν συνεδρίασιν τοῦ συμβουλίου πρό πάσης ἂλλης ἐργασίας ἀναγινώσκονται καί ἐπικυροῦνται τά πρακτικά τῆς προηγουμένης συνεδριάσεως καί ἐγκριθέντα ὑπογράφονται παρά τε τοῦ προέδρου καί τοῦ γραμματέως.
21. Ὃταν μέλος τι τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου προσκαλούμενον δέν παρευρεθῇ εἰς τρεῖς κατά συνέχειαν συνεδριάσεις ἀδικαιολογήτως, ἢ ὃταν παραιτηθῇ ἢ ἐκλείψῃ, προσκαλεῖται ὑπό τοῦ προέδρου εἰς τήν κενήν θέσιν ὡς τακτικόν μέλος ὁ πρῶτος ἐκ τῶν τεσσάρων κατά τήν ἐκλογήν ἐπιλαχόντων.
22. Τό διοικητικόν συμβούλιον μετά τήν ἐκλογήν του διαιρεῖται εἰς ἐπιτροπάς ἀναλόγως τῆς εἰδικότητος τῶν συμβούλων καί τῶν ἀναγκῶν τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου».
23. Ἳνα ἐκλεχθῇ τις ἐκ τῶν μελῶν τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου» μέλος τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου, δέον νά ἒχῃ τά ἐξῆς προσόντα· α΄) νά ἧναι ἐγγεγραμμενος ἐν τῷ μητρώῳ πρό τριετίας (ἐξαιροῦνται οἱ ἱδρυταί, οἳτινες κατά τήν πρώτην ἐκλογήν τοῦ συμβουλίου κέκτηνται τό δικαίωμα τοῦ ἐκλέγεσθαι), καί μηδέποτε καθυστερήσας τήν ἑαυτοῦ συνδρομήν· β' ) νά ἧναι κάτοχος ἀνωτέρας μορφώσεως καί διαμένων ἐν Ἀθηναις ἢ ἐν Πειραιεῖ, καί γ' ) νά διακρίνηται ἐπί εὐσεβείᾳ καί ζήλῳ ὑπέρ τῶν συμφερόντων τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου».
24. Τρεῖς μήνας πρό τῆς λήξεως τῆς τριετοῦς τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου ὑπηρεσίας καλοῦνται ὑπό τοῦ προέδρου πάντα τά μέλη τού συλλόγου εἰς γενικήν συνέλευσιν, πρός ἣν ὑποβάλλεται ἒκθεσις γενομένη παρ’ ἑνός τῶν συμβούλων, έκθέτουσα τήν τε πνευματικήν καί ὑλικήν πρόοδον τοῦ συλλόγου· εἶτα μετά κατάλληλον προσευχήν γίνεται ἡ ἐκλογή τοῦ νέου συμβουλίου διά ψηφοδελτίων, εἰς ὃ ἓκαστος τῶν μετόχων γράφει ὀκτώ ὀνόματα ἐκ τῶν ἐχόντων τά ἐν τῇ 23 παραγράφῳ ἀναφερόμενα προσόντα.
25. Τά τέως μέλη τού συμβουλίου ἐκλέγονται καί αὖθις, ἐάν τυγχάνωσι τῆς ἐπιδοκιμασίας τῶν μετόχων τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου».
26. Πρός καταμέτρησιν τῶν ψηφοδελτίων καί ἐξέλεγξιν τῆς ἐκλογῆς τοῦ συμβουλίου ἐκλέγεται πρότερον τριμελής ἐπιτροπή ὑπό τήν προεδρείαν τοῦ Μητροπολίτου.
27. Ἐν περιπτώσει ἰσοψηφίας ἀναδεικνύεται σύμβουλος ὁ διά κλήρου ἐπιτυχών.
28. Ταμίας τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου» ἐκλέγεται ὑπό τοῦ συμβουλίου εἶς τῶν συμβούλων, ὃστις κρατεῖ τό ταμεῖον, ἐνεργεῖ τάς εἰσπράξεις διά διπλοτύπων ἀποδείξεων ὑπογραφομένων παρ’ αὐτοῦ, ἐκτελεῖ τάς πληρωμάς ἐπί τῇ βάσει ἐνταλμάτων τοῦ προέδρου, καί καταθέτει τά εἰσπραττόμενα χρήματα ἐν τινι τῶν ἐν Ἀθήναις τραπεζῶν, ἢ διαθέτει ταῦτα πρός ἀγοράν διαφόρων ὁμολογιῶν. Ἐκτελεῖ δέ ταῦτα πάντα ὑπό τόν ἒλεγχον καί τήν ἐποπτείαν τοῦ τε προέδρου καί τῶν λοιπῶν μελῶν τοῦ συμβουλίου· ὑποβάλλει δέ συνάμα ἐν καιρῷ διά τοῦ ά γραμματέως εἰς τήν γενικήν συνέλευσιν ἒκθεσιν περί τῆς καταστάσεως τοῦ ταμείου.
29. Πρῶτος γραμματεύς διορίζεται ὑπό τοῦ προέδρου ὁ ἐκ τῶν μελῶν τοῦ συμβουλίου ἒχων τήν ἀπαιτουμένην ἱκανότητα, ὃστις τηρεῖ τήν ἀλληλογραφίαν τοῦ συλλόγου, συντάσσει καί ἀναγινώσκει τά πρακτικά ἐν τῇ ἑπομένῃ συνεδριάσει, ἐγκριθέντα δέ προσυπογράφει μετά τοῦ προέδρου, κρατεῖ τά ἀρχεία καί ἐγγράφει τά μέλη ἐν τῷ μητρώῳ, συντάσσει καί ὑποβάλλει εἰς τήν γενικήν συνέλευσιν τάς ἐργασίας τοῦ συμβουλίου. Κωλυομένου δε τοῦ ά γραμματέως, ἀναπληροῖ αὐτόν ὁ β', ὃστις δύναται νά προσληφθῇ καί ἐκ τῶν μελῶν τοῦ συλλόγου.
30 Πάντα τά μέλη τοῦ διοικητικού συμβουλίου ὑπηρετοῦσι δωρεάν.
31. Οἱ τίτλοι τῆς περιουσίας τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου» ἢ κατατίθενται εἰς τήν Τράπεζαν ἐπί ἀποδείξει, ἢ εἰς ἰδιαίτερον ἐπί τούτῳ ταμεῖον, εὑρισκόμενον ἐν τῇ Μητροπόλει, ἐκ τῶν κλείθρων τοῦ ὁποιου κρατεῖ τό μέν ἐσωτερικόν ὁ ταμίας, τό δέ ἐξωτερικόν ὁ πρόεδρος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
Πόροι τοῦ Ἱεροῦ Συνδέσμου.
32. Πόροι τοῦ ταμείου τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου» ἒσονται οἱ ἐξῆς· α΄) αἱ ἐγγραφαί τῶν ἱδρυτῶν καί μετόχων, αἳτινες εἰσίν ἂνω τῶν εἲκοσι πέντε δραχμῶν, β’) αἱ ἐτήσιαι συνδρομαί τῶν μελῶν τοῦ συλλόγου, γ') αἱ ἐκούσιαι συνδρομαί τῶν ἱερῶν μονῶν καί ἂλλων εὐσεβῶν χριστιανῶν, δ') αἱ συνεισφοραί τῶν εὐπόρων οἰκογενειῶν, τά κληροδοτήματα καί αἱ δωρεαί τῶν ὁμογενῶν, παρ’ ὧν ὁ ὀρθάδοξος κλῆρος πολλά προσδοκᾶ, ε΄) αἱ ἐκ τῶν κιβωτίων τοῦ ἐλέους, ἃτινα, φέροντα τήν έπιγραφήν τοῦ συλλόγου, κατά πάσαν ἑορτήν δέον να περιάγωνται καθ’ ἃπαντας τούς ἐνοριακούς ναούς, ς') τά ἐτήσια βοηθήματα τῆς Σ. Κυβερνήσεως καί τῶν δημοτικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν συμβουλίων, καί ζ’) πᾶς χειροτονούμενος ἀρχιερεύς, πρεσβύτερος καί διάκονος ἐν Ἀθήναις προσφέρει ἀνάλογον τῶν δυνάμεων αὐτοῦ χρηματικόν βοήθημα, ἀναγραφόμενος ἐν ταυτῷ καί εἰς τό βιβλίον τῶν μετόχων. Ἀλλά καί ἐξ ἂλλων πόρων ἐν τῷ μέλλοντι ἐξευρεθησομένων.
33. Οἱ δωρούμενοι τῷ «Ἱερῷ Συνδέσμῳ» πεντακοσίας δραχμάς ἀναγράφονται ὑπό τοῦ συμβουλίου δωρηταί, οἱ δωρούμενοι χιλίας ἀναγράφονται εὐεργέται, καί οἱ δωρούμενοι πλέον τῶν χιλίων μεγάλοι εὐεργέται.
35. Τά εὐσεβή ὀνόματα τῶν δωρητῶν, εὐεργετῶν καί μεγάλων εὐεργετῶν ἀναγράφονται ἐν καιρῷ τῷ προσήκοντι ἐπί μαρμαρίνων στηλῶν, τεθησομένων ἐν τῇ αἰθούσῃ τοῦ συμβουλίου τοῦ συλλόγου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ £’.
Γενικαί διατάξεις,
35. Ὁ «Ἱερός Σύνδεσμος» ἐκδίδωσι ἐκκλησιαστικόν περιοδικόν σκοποῦν τήν ὑπεράσπισιν τῶν συμφερόντων τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ κλήρου καί τήν διάδοσιν τῶν ὀρθοδόξων ἀληθειῶν.
36. Τό ἐκκλησιαστικόν τοῦτο περιοδικόν διευθύνεται ὑπό τριμελοῦς ἐπιτροπῆς συνισταμένης ἐκ τοῦ προέδρου, τοῦ διευθυντοῦ καί τοῦ ἀρχισυντάκτου, οὓς ἐκλέγει αὐτούς ὁ πρόεδρος.
37. Αἱ συνδρομαί τοῦ περιοδικοῦ χρησιμεύουσιν είς συντήρησιν καί ἀνάπτυξιν αὐτοῦ καί εἰς ἀμοιβήν τοῦ παρ’ αὐτῷ ἐργαζομένου προσωπικοῦ, τό δέ περίσσευμα τίθεται εἰς τό κοινόν ταμεῖον τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου».
38. Ἐκτός τοῦ τακτικοῦ περιοδικοῦ, καί άλλα τοῦ αὐτοῦ εἲδους ἒργα δύναται, τῶν μέσων ἐπιτρεπόντων, νά ἐκδίδῃ ὁ «Ἱερός Σύνδεσμος» πρός διάδοσιν τῶν ἀληθειῶν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Ὁ «Ἱερός Σύνδεσμος» ἒχει σφραγίδα, ἐν τῷ μέσῳ ἒχουσαν ἂγκυραν μετά τοῦ τιμίου Σταυροῦ συνδεδεμένην καί πέριξ τάς λέξεις: «Κληρικῶν Ἱερός Σύνδεσμος», καί τό ἒτος τῆς ἱδρύσεως.
40. Ἡ σφραγίς μένει διαρκῶς παρά τῷ προέδρῳ, διά ταύτης δέ σφραγίζονται πάντα τά ἐκ τοῦ γραφείου ἐξερχόμενα ἒγγραφα καί ἀποδείξεις.
41. Εἰς πάσαν γενικήν συνέλευσιν, καθ’ ἣν πρόκειται περί ἐκλογῆς νέου διοικητικοῦ συμβουλίου ἢ ἂλλων σπουδαίων ἀντικειμένων, δέον ἳνα ὦσι παρόντα τά ἡμίση πλέον ἑνός τῶν ἐν Ἀττικῇ μελῶν τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου».
Ἓκαστον τῶν μελῶν τοῦ Συλλόγου δύναται νά προτείνῃ διαφόρους προτάσεις σκοπόν ἐχούσας τήν πρόοδον τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου», αἳτινες συζητούμεναι καί γινόμεναι ἀποδεκταί λαμβάνονται ὑπ’ ὂψιν.
43. Ἡ γενική συνέλευσις τῶν μελῶν τοῦ συλλόγου δύναται νά ἐκλέγῃ κατά πλειονοψηφίαν τριμελῆ ἐπιτροπήν, ἳνα ἐξελέγχη τήν διαχείρισιν τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου, ὃπερ ὀφείλει νά παρέχῃ πάσαν ζητουμένην πληροφορίαν τῇ εἰρημένῃ τριμελεῖ ἐπιτροπῇ, ὡς καί τά βιβλία τῆς διαχειρίσεως. Εἰς τήν ἐκλογήν τῆς ἐξελεγκτικῆς ταύτης ἐπιτροπῆς δέν λαμβάνουσι μέρος τά μέλη τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου,ἡ δέ ἐξέλεγξις τῆς διαχειρίσεως δέον νά διαπεραιῶται ἐντός δεκαπέντε ἡμερῶν.
44. Πᾶσα ἀνακαλυπτομένη ἒλλειψις ἐπιβαρύνουσα τούς αἰτίους καί προκαλοῦσα κατ’ αὐτῶν τά κατάλληλα ἒνδικα μέτρα, ἀφαιρεῖ καί τό δικαίωμα τοῦ ἐκλέγεσθαι ὡς μέλος τοῦ Δ. συμβουλίου.
45. Ἐν ἀνάγκῃ τό συμβούλιον διορίζει εἰς τάς διαφόρους ἐπισκοπικάς περιφερείας ὑποεπιτροπάς διά τά συμφέροντα τοῦ «Ἱεροῦ Συνδέσμου».
46. Ὁ «Ἱερός Σύνδεσμος» δύναται νά συνεργάζηται καί μετά παντός ἂλλου σωματείου ἐνεργοῦντος ὑπέρ τῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν.
47. Τήν τρίτην Κυριακήν τοῦ Ἰανουαρίου ἑκάστου ἒτους τελεῖται ἐπίσημος ἱερουργία ἐν τῷ Μητροπολικῷ ναῷ παρά τοῦ προέδρου μετά πολλῶν ἱερεων καί ἱεροδιακόνων, καθ’ ἣν μνημονεύονται ὀνομαστί τά εὐσεβή ὀνόματα τῶν μεγάλων εὐεργετῶν, καί τῶν δωρητῶν, καί ἐκφωνεῖται ὁ κατάλληλος λόγος.
48. Ἐάν τις τῶν εὐσεβῶν χριστιανῶν καταλίπῃ διά διαθήκης σημαντικόν χρηματικόν ποσόν, τελεῖται ὑπέρ αὐτοῦ κατ’ ἒτος ἐν ὡρισμένῃ ὑπό τοῦ Μητροπολίτου ἡμερα μνημόσυνον καθ’ ὃλους τούς ἐνοριακούς ναούς Ἀθηνῶν καί Πειραιῶς.
49. Ἡ πρός διδασκαλίαν τῶν μελῶν τοῦ συλλόγου ἡμερα ὁρισθήσεται ὑπό τοῦ προέδρου τού «Ἱεροῦ Συνδέσμου» .
50. Ἐάν τά δύο τρίτα τῶν μελῶν τῆς γενικῆς συνελεύσεως ἀπαιτήσωσι τήν προσθήκην ἢ τροποποίησιν ἂρθρων τινῶν, ἐπιτρέπεται τοῦτο μετά τριετίαν.
51. Ὁ παρών κανονισμός ὑποβληθήσεται πρός ἒγκρισιν τῇ Σεβαστῇ Κυβερνήσει.
Ἐν Ἀθήναις τῇ 23 ’Ιανουαρίου 1890.

† Ὁ Ἀθηνῶν ΓΕΡΜΑΝΟΣ

Ψηφίδες από την ιστορία του Ι.Σ.Κ.Ε. (5) Ο Αθηνών Γερμανός (Καλλιγάς) προς τους βουλευτές (1892)

$
0
0
Σε προηγούμενη ανάρτησηείδαμε μέσα από τις πηγές στοιχεία της προσωπικότητας και του έργου του μακαριστού Μητροπολίτου Αθηνών κυρού Γερμανού Καλλιγά, πρώτου Προέδρου του "ΙΕΡΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ".

Το μέγεθος της προσωπικότητας του εκκλησιαστικού ανδρός, ο τρόπος που κατανοούσε τα γεγονότα και την εποχή του, αλλά και τα σχέδιά του για την Εκκλησία και τη σπουδαιότητά της για το 'Έθνος, τον ιερό κλήρο και την ανάγκη ανύψωσης του πνευματικού και βιοτικού του επιπέδου, την εκκλησιαστική εκπαίδευση και την εκκλησιαστική περιουσία, φαίνονται ανάγλυφα μέσα από το μνημειώδη λόγο του προς τους βουλευτές της ιγ΄ περιόδου (1892).

Το γραπτό κείμενο του λόγου υπάρχει σε έντυπη έκδοση: "Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΘΗΝΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΤΟΙΣ ΚΥΡΙΟΙΣ ΒΟΥΛΕΥΤΑΙΣ ΤΗΣ ΙΓ΄ ΠΕΡΙΟΔΟΥ"ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΑΛΕΞ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Ὁδός Ὀφθαλμιατρείου – 3 1892.

Ολόκληρο το πόνημα το μεταφέρουμε εδώ, διατηρώντας όλα τα στοιχεία του πρωτοτύπου και δίνουμε στον αναγνώστη τη δυνατότητα μιας βαθύτερης γνωριμίας με τον μακαριστό Μητροπολίτη Αθηνών Γερμανό.

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΘΗΝΩΝ
ΓΕΡΜΑΝΟΣ
ΤΟΙΣ
ΚΥΡΙΟΙΣ ΒΟΥΛΕΥΤΑΙΣ
ΤΗΣ ΙΓ΄ ΠΕΡΙΟΔΟΥ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΑΛΕΞ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
3 - Ὁδός Ὀφθαλμιατρείου – 3
1892

Κύριοι Βουλευταί

Ἐάν ἓκαστον μέλος οἱασδήποτε κοινωνίας, γινῶσκον τά καθήκοντα, ἃπερ αὐτῷ πρός αὐτήν ἐπιβέβληνται, ὀφείλῃ πάσῃ δυνάμει νά μεριμνᾷ ὑπέρ τῆς εὐημερίας τῆς εἰς ἣν ἀνήκει κοινωνίας, καί πράττῃ ὃ,τι δυνατόν πρός ταχυτέραν αὐτῆς πρόοδον καί ἀνάπτυξιν, πολλῷ μᾶλλον οἱ ἀνωτέρας θέσεις ἐν τῇ κοινωνίᾳ κατέχοντες ὀφείλουσι διηνεκῶς ἀγρυπνοῦντες νά δράττωνται πάσης εὐκαίρου περιστάσεως, καθ’ ἣν δύνανται ὠφελίμως νά ἐπενεργήσωσιν εἲτε διά τοῦ παραδείγματος αὑτῶν, εἲτε και δι’ ἂλλου τινός μέσου, διεγείροντες παρά τοῖς ἂλλοις εὐγενῆ αἰσθήματα πρός γενναίας ὁδηγοῦντα πράξεις, καί ὑποδεικνύοντες τά μέσα, δι’ ὧν τά μέν κακῶς κείμενα δύνανται νά διορθωθῶσι, τά δέ καλῶς ἒχοντα βαθμηδόν καί κατ’ ὁλίγον νά προαχθῶσιν, αὐτοί πρῶτοι τά ὑπαγορευόμενα τοῖς ἂλλοις πραγματοποιοῦντες. 

Ἐκ τῆς ἀρχῆς ταύτης καί ἡμεῖς ὁρμώμενοι, καί ἒνθεν μέν παρατηροῦντες τά τῆς ἐκκλησίας ἡμῶν, μή καλῶς ἒχοντα, ἒνθεν δέ ἀδιστάκτως πιστεύοντες ὃτι ἡ βελτίωσις τούτων λίαν ἐπωφελῶς ἐπενεργήσει ἐπί τῆς ἠθικῆς ἀναπλάσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ καί τῆς καθόλου προόδου τοῦ ἒθνους, καθόσον ἡ θρησκεία εἶναι τό προσφορώτερον μέσον πρός ἠθικήν τῶν κοινωνιῶν ἀνατροφήν, ἂνευ δέ ταύτης οὐ μόνον ἀληθής πολιτισμός δέν δύναται νά ὑπάρξῃ, ἀλλά καί οἱ αὐστηρότεροι τῶν νόμων ἀποβήσονται ὃλως ἀσθενεῖς καί ἀνίσχυροι πρός περιστολήν τῆς κακίας καί ἀναστολήν τῆς πρός τήν παρακμήν ῥοπῆς, τῆς ἂνευ θρησκευτικῆς βάσεως παιδείας ἀδυνατούσης νά ἀναστείλῃ τήν κοινωνίαν ἐκ τῆς πρός τήν κακίαν ἀγούσης· - ἀνελάβομεν ἳνα ἀπευθύνωμεν τήν παροῦσαν τοῖς κυρίοις ἀντιπροσώποις τοῦ ἒθνους καί εἲπωμεν ὃσα αἱ ἀσθενεῖς ἡμῶν δυνάμεις ἐπιτρέπουσι καί ἡ σμικρά πεῖρα ἐδίδαξεν, ἀφορμήν ἂλλως τε παρέχοντες τοῖς ἰσχυροτέροις καί μᾶλλον πεπειραμένοις ὃπως κρείττονα γράψωσι καί εἲπωσιν.

Οὐδείς ἀγνοεῖ ὃτι μετά τήν ἀποφράδα ἐκείνην ἡμέραν τῆς 29 Μαΐου, καθ’ ἣν ὑπέκυψε καί ἡ τελευταία τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀκρόπολις, τό ἒθνος ὁλόκληρον ἐν τῷ ὠκεανῷ τῶν θλίψεων καί τῶν διωγμῶν εὑρεθέν, συνεκρατήθη ὑπό τῆς ἁγίας ἡμῶν μητρός, τῆς Ἐκκλησίας, ἣτις ὡς ὂρνις, περισυναγαγοῦσα τά νοσσία ἑαυτῆς, οὐ μόνον αὐτή ἑκάστοτε προκινδυνεύουσα κατά τό δυνατόν ταῦτα συνετήρησεν, ἀλλά καί διαφυλάξασα τάς δύο πολυτιμοτέρας τοῦ ἒθνους παρακαταθήκας, τήν Πίστιν καί τήν Γλῶσσαν, μητρικῶς ἐγαλούχει τά ἑαυτῆς τέκνα, ἐν μέν ταῖς συμφοραῖς καί ταῖς δοκιμασίαις παραμυθοῦσα, χρηστάς δ’ ἐκάστοτε τάς ἐλπίδας παρέχουσα περί μελλούσης ἐκ τῶν δεινῶν ἀπελευθερώσεως, καταλλήλως πρός τοῦτο ἀνατρέφουσα καί διαπαιδαγωγοῦσα, αὐτή πρώτη καί ὑπέρ πάντα ἂλλον ἐκζητοῦσα τήν ἐλευθερίαν καί τήν ἀπολύτρωσιν ἀπό τοῦ πιέζοντος τόν εὐγενῆ αὐτῆς τράχηλον καταθλιπτικοῦ ζυγοῦ. Ἡ ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία ὡς φιλόστοργος μήτηρ κατά τάς σκληράς ἐκείνας τῆς δουλείας ἡμέρας προσεκάλει τά πνευματικά αὐτῆς τέκνα οὐχί βεβαίως εἰς θολοσκεπεῖς ναούς καί καλλιμαρμάρους σχολάς, ἀλλ’ εἰς τρώγλας ὑπογείους, ἃς ἡ φαντασία εἰς οὐρανίους σκηνάς μετεποίει, καί ὃθεν μία παρά πάντων ἀνεπέμπετο δέησις πρός τόν οὐράνιον Πατέρα, ἡ περί ἀπολυτρώσεως δέησις. Εἰς τό φῶς δέ τῆς σελήνης οἱ ἀείμνηστοι ἐκεῖνοι τοῦ Ὑψίστου λειτουργοί καί τοῦ ἒθνους διδάσκαλοι περισυνάγοντες τά τέκνα τῶν στενόντων Ἑλλήνων ἐδίδασκον ταῦτα, καί ἐγύμναζον εἰς τήν εὐσέβειαν, ἐμπνέοντες τόν πρός τήν ἐλευθερίαν πόθον, καί μετά τῆς τῶν γραμμάτων διδασκαλίας κρατύνοντες τήν πρός τήν πατρώαν πίστιν καί τήν πατρίδα ἀγάπην καί ἀφοσίωσιν. Ἐν τῷ μεταξύ δέ πόσας συμφοράς δέν ὑπέστη ἡ ἐκκλησία! ὁπόσους ἀγῶνας δέν ἠγωνίσθη! ὁπόσα σφάγια ἱερά δέν προσέφερεν ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος! Οἱ Λουκάρεις καί οἱ Κονταρεῖς, οἱ Παρθένιοι καί οἱ Γρηγόριοι, καί δυσαρίθμητοι ἂλλαι ἑκατόμβαι ἐξ ἀρχιερέων καί ἱερέων ἀποτελούμεναι εὐθαρσῶς τόν μαρτυρικόν ὑπέστησαν θάνατον ἀπό τῆς πρώτης τῆς κατακτήσεως ἡμέρας μέχρι τῶν ἡμερῶν ἡμῶν. Τηλικαύτας δέ συμφοράς τό ἡμέτερον γένος καί ἰδίᾳ οἱ τῆς ἐκκλησίας προϊστάμενοι ὑφίσταντο, ὣστε πανταχόθεν τοῦ πεπολιτισμένου κόσμου διηγείροντο ἡ συμπάθεια καί ὁ θαυμασμός· «ἡ Ῥωμαίων γῆ», ἒγραφέ τις τῶν ἱερῶν συνελεύσεων, «κρατεῖται καί ταλαιπωρεῖται σύμπασα, ὡς μηδέποτε τεταλαιπώρηται παρά τινος ἀρχῆς μηδέν γένει ὑπήκοον. Ἀλλ’ οὓτως εἰσίν ἀνώτεροι τοῦ φόβου καί τῶν ἀπειλῶν, ὣστε συμβέβηκεν αὐτοῖς λάμπειν ὡς μάρτυρας, οὐ καθ’ ἡμέραν, ἀλλά καί καθ’ ὣραν καί στιγμήν, καί οὓτω προσπαίζουσι τῇ καταιγίδι ταύτῃ, ἣν οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων μόνῃ ἀκοῇ καί φρίττουσι καί θαυμάζουσι» (Παπαρρηγ. ς΄, 404). Ἐνῷ δέ τοσαῦτα ἡ Ἐκκλησία καί οἱ ταύτης ἀρχιποίμενες ὑφίσταντο, οὐδόλως ἡ πνευματική τοῦ γένους μόρφωσις καί ἀνάπτυξις παρημελεῖτο, τῆς παροικίας τοῦ Φαναρίου Ἀθηνοπόλεως παρά τῶν τότε λογίων ἀποκαλουμένης. «Ἐκεῖ γάρ ὁ Εὐγένιος ὁ πολύς ἦν τότε θεολογῶν, ἐκεῖ Δωρόθεος φιλοσοφῶν, ἐκεῖ ῥητορεύων Κριτίας, ἐκεῖ Ἀνανίας τάς λογικάς τέχνας διδάσκων, ἐκεῖ ἐσμός φιλοσόφων καί φιλολόγων σμῆνος καί θεολόγων θίασος, ἐφ’ οἷς ἣδετο πᾶς τις φιλογενής, μάλιστα οἱ χορηγοί καί φιλίστορες».

Ἡ τοιαύτη τοῦ ἡμετέρου γένους κατάστασις ἐπί μακρούς αἰῶνας διατηρηθεῖσα, οὐ μόνον δέν ἀπεψύχραινε τό πρός τήν ἐλευθερίαν αἲσθημα, ἀλλά καί ὃσον περισσότεροι χρόνοι παρήρχοντο, ὃσον καταθλιπτικώτερος ἦν ὀ βαρβαρικός ζυγός, ὃσον πλείονα σφάγια παρά τῶν τυράννων ὡς ὁλοκαυτώματα ἱερά ὑπέρ τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος προσεφέροντο, τόσον καί ἡ πρός τήν ἐλευθερίαν ζέσις καί προθυμία ηὒξανε, πάντων προσδοκώντων τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἳνα ὑπό τάς ἁγίας τῆς ἐκκλησίας ἐμπνεύσεις ἐμπνευσθέντες ἀποτινάξωσι τόν ζυγόν καί ἀνακτήσωσι τήν παρά τῶν λειτουργῶν τοῦ Ὑψίστου ἐμπνευσθεῖσαν αὐτοῖς πολυτίμητον ἐλευθερίαν.

Καί λοιπόν, ὃτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, πρώτη ἡ Ἐκκλησία τήν ἱεράν τῆς ἐλευθερίας σημαίαν ἀναπετάσασα διά τῶν λειτουργῶν της, προσεκάλει τά ἁπανταχοῦ τῆς γῆς διεσπαρμένα αὑτῆς τέκνα, ἳνα ἐπί τό αὐτό συνελθόντα διαρρήξωσι τά θλίβοντα μητέρα καί τέκνα σκληρά δεσμά, καί ἀναλάβωσι τόν ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος ἀγῶνα. Ἐνταῦθα δέν προτιθέμεθα νά μνημονεύσωμεν ὃλων τῶν μέσων, ὃλων τῶν θυσιῶν, ὃλων τῶν προσπαθειῶν τῶν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας καταβληθεισῶν. Καί πρό τοῦ ἀγῶνος καί ἐν αὐτῷ τῷ ἀγῶνι ἡ ἐκκλησία διεδραμάτισε τό κυριώτερον πρόσωπον. Οἱ λειτουργοί τῆς ἐκκλησίας πρό πάντων ὑφίσταντο τούς τρομερωτέρους διωγμούς, τάς μεγαλητέρας θυσίας, καθόσον οἱ διώκοντες ἐγίνωσκον ὃτι ἂνευ τούτων οὐδέ κἂν λόγος ἦν δυνατόν νά προφέρηται περί ἐλευθερίας. Εἰς τά κυριώτερα κέντρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἡ τότε γενεά ἒβλεπε τούς ἀνωτέρους λειτουργούς τῆς θρησκείας ἀπαγχονιζομένους καί ἐπί πολλάς ἡμέρας αἰωρουμένους πρός τρόμον τῶν ἀπορφανιζομένων Ἑλλήνων καί καταφρόνησιν τῶν ὑπέρ τῆς πίστεως θνησκόντων. Ἀλλά καί ἐκ τῆς ἀγχόνης οἱ ἀείμνηστοι ἐκεῖνοι τῆς ἐλευθερίας ἱερομάρτυρες προέτρεπον διά τοῦ θανάτου των τούς ποιμανθέντας, ἳνα μάχωνται καί θνήσκωσιν ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος. Ἐνῷ δέ ταῦτα ἐνταῦθα διεπράττοντο, ἀλλαχοῦ ἂλλοι τῆς ἐκκλησίας ἱεροφάνται διά τῶν γνώσεών των ὑπηρέτουν τά συμφέροντα τοῦ ἒθνους καί ὑπερθέρμαινον τήν πρός τό βασανιζόμενον ἒθνος εὐσπλαχνίαν, μέχρις οὗ κάμψαντες τούς ἰσχυρούς τῆς γῆς ἐπέτυχον τήν ἐκ τῆς πατρικῆς κληρονομίας ἀνεξαρτησίαν τῆς γωνίας ταύτης.

Μετά τάς τοσαύτας προσπαθείας τῆς Ἐκκλησίας, μετά τάς τηλικαύτας θυσίας τῶν λειτουργῶν της, ἓκαστος περιέμενεν, ὃτι ἡ νέα τῶν πραγμάτων κατάστασις ἢθελε διοργανωθῆ οὓτω πως, ὣστε ἐάν μή τήν πρώτην ἐν τῷ Κράτει θέσιν κατελάμβανεν ἡ Ἐκκλησία, ἐάν μή εἰς πάντα τά ἐθνικά ζητήματα ἡ πρωτοβουλία αὐτῇ ἐδίδετο, τοὐλάχιστον δέν θά παρηγκωνίζετο καί ἐπί τοσοῦτον, ἀλλά θά ἐλάμβανε τήν αὐτήν βεβαίως θέσιν, ἣν μετά ταῦτα ἒλαβον ἀλλαχοῦ αἱ Ἐκκλησίαι, καίπερ οὐδέν ὑπέρ τοῦ Ἒθνους αὑτῶν ποιήσασαι. Παρά πᾶσαν ὃμως προσδοκίαν, οἱονεί λησμονηθεισῶν τῶν πρός τό Ἒθνος καί τήν Ὀρθοδοξίαν μεγάλων τῆς Ἐκκλησίας ἐκδουλεύσεων καί θυσιῶν, ὧν ἂνευ δυσχερῶς τις δύναται νά ὑπολογίσῃ ὃτι θά ὑφίσταντο τά ἐν τῇ χερσονήσῳ τοῦ Αἳμου ὑπάρχοντα ἀνεξάρτητα ἢ ἡμιανεξάρτητα ἒθνη, ἢ ὃτι ὃλως θά ὑπῆρχε χριστιανισμός· λησμονηθεισῶν, λέγομεν, τῶν τηλικούτων θυσιῶν, τό Ἒθνος οὐ μόνον δέν ἢμειψε τήν γαλουχήσασαν αὐτὀ ἁγίαν μητέρα τήν ὑπέρ αὐτοῦ προπηλακισθεῖσαν, ἀλλά καί οἰκτρῶς παρηγκώνισε ταύτην, παρασχόν διακιοδοσίαν ὃλως περιωρισμένην, καί συντάξαν νόμους τείνοντας σχεδόν εἰς τήν ἐντελῆ αὐτῆς ἀποσύνθεσιν. Οἱονεί δέ μετανοῆσαν διά τήν τοιαύτην γενναιοδωρίαν (!), καθεκάστην περικόπτει τά παραχωρηθέντα δικαιώματα, ἐπεμβαῖνον καί ἐκεῖ, ἒνθα δέν ἐπιτρέπεται. Ἐκ τῆς τοιαύτης καταστάσεως ἡ θέσις τῆς Ἐκκλησίας, συγκρινομένη πρός τήν κατάστασιν τῶν ἂλλων Ἐκκλησιῶν τῶν μετά ταῦτα ἐν τῇ Χερσονήσῳ τοῦ Αἳμου ἀνεξαρτηθέντων ἐθνῶν, εἶναι ὃλως ἀδικαιολόγητος, αἱ μεταγενέστεραι δέ γενεαἰ βεβαίως ἀποδώσουσι τό δίκαιον, καταδικάζουσαι τόν μετ’ ἀγνωμοσύνης ἀδικήσαντα.

Εἶναι ἆρα γε ἀνάγκη νά ἀναφέρωμεν τούς ταπεινωτικούς ὃρους τούς ἐκμηδενίσαντας τήν ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίαν; Ἐνῷ δέ ἀλλαχοῦ ὡς πρῶτον καί κύριον ἒρεισμα τῆς πολιτείας θεωρεῖται ἡ ἠθική, βάσις δέ ταύτης ἡ θρησκεία, λειτουργοί δέ τῆς ἠθικῆς καί τῆς θρησκείας ὁ κλῆρος, ὑπέρ τοῦ ὁποίου πολλαί καταβάλλονται προσπάθειαι ἐκ μέρους τῆς πολιτείας καί νόμοι εὐεργετικοί ὑπέρ αὐτοῦ νομοθετοῦνται, καί δικαιώματα τῇ Ἐκκλησίᾳ παρέχονται, καί μισθοί ὑπέρ τοῦ Κλήρου ὁρίζονται καί ἡ εὐπρέπεια τῶν ἱερῶν Ναῶν ἐπιζητεῖται καί θεραπεύεται, ἐνταῦθα ἡ πολιτεία φέρεται πρός τούς λειτουργούς τῆς θρησκείας ὡς ἂν μή εἶχεν ἀνάγκην τούτων, ὡς ἂν μή εἶχε χρείαν τῆς θρησκείας, τῆς ἠθικῆς. Ἀπλῆ ἀνάγνωσις τοῦ καταστατικοῦ νόμου τοῦ διευθύνοντος τάς σχέσεις τῆς Πολιτείας πρός τήν Ἐκκλησίαν ἀρκεῖ νά καταδείξῃ τήν ἀλήθειαν τῶν λεγομένων. Οἱ συντάξαντες, ἢ μᾶλλον οἱ ψηφίσαντες τόν νόμον τοῦτον, οὐδόλως ἒλαβον ὑπ’ ὂψιν τάς πρός τήν μητέρα Ἐκκλησίαν μεγάλας ἐθνικάς ὑποχρεώσεις· οὐδόλως ἒλαβον ὑπ’ ὂψιν τάς μεγάλας τῶν λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας θυσίας, τήν πρωτοφανῆ αὐτῶν αὐταπάρνησιν· οὐδόλως ἒλαβον ὑπ’ ὂψιν τήν ἱστορίαν αὐτῆς, ἐξ ἦς θά ἐμάνθανον, ὃτι σοφοί αὐτοκράτορες τήν ἰσχύν τῆς Ἐκκλησίας ἐθεώρουν σωτήριον τῆς βασιλείας των βάσιν, ἠθικοποιόν τῆς πολιτείας δύναμιν. Τά μεθ’ ἡμᾶς ἀνεξαρτηθέντα ἒθνη, καίτοι οὐδόλως ὀφείλουσι ταῖς Ἐκκλησίαις αὑτῶν ὃσα τό ἑλληνικόν Ἒθνος τῇ ἑαυτοῦ Ἐκκλησίᾳ ὀφείλει, ἂμα τῇ ἀποκαταστάσει των πρό παντός ἂλλου ἐμερίμνησαν, καί διηνεκῶς μεριμνῶσι περί τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἱεροῦ αὐτῆς Κλήρου, γινώσκοντα ὃτι διά τῆς ἐνισχύσεως τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς ἀναπτύξεως καί ἀνεξαρτησίας τοῦ ἱεροῦ Κλήρου αὐτό τό ἒθνος προαχθήσεται, τῆς μέν εὐσεβείας καί τῆς ἠθικῆς ἐπαυξανομένων καί κραταιουμένων, τῆς δέ κακίας περιοριζομένης καί ἐξασθενούσης.

Ἲσως τις ἀναγινώσκων τάς γραμμάς ταύτας καταδικάσει τόν γράφοντα ὡς ζητοῦντα ἐνίσχυσιν δευτέρας ἐν τῷ Κράτει ἀρχῆς, δυναμένης νά ἒχῃ τοιαύτας συνεπείας, οἳας ἒχει ἡ ἐπικράτησις τοῦ καθολικοῦ Κλήρου ἐν τῇ Δύσει. Ἲσως ἓτερος παρατηρήσει, ὃτι ἡ Ἐκκλησία ἐκπληρώσασα τόν προορισμόν αὑτῆς καί συντελέσασα εἰς τήν ἀπελευθέρωσιν καί ἀνεξαρτησίαν τοῦ Κράτους οὐδέν ἓτερον καθῆκον ἒχει, ἢ νά τελεσιουργῇ τά μυστήρια διά τῶν λειτουργῶν της, πάντων τῶν ἂλλων καθηκόντων, τῆς μορφώσεως τ. ἒ., τῆς διαπαιδαγωγήσεως καί ἠθικοποιήσεως τοῦ Ἒθνους ἀνατεθέντων αὐτῇ τῇ πολιτείᾳ. Ἐπιτραπήτω ἡμῖν νά μή παραδεχθῶμεν τάς παρατηρήσεις ταύτας. Ὃσον ἀφορᾷ τήν πρώτην, μεγίστη ὑφίσταται διαφορά μεταξύ τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας καί τῶν ἂλλων Ἐκκλησιῶν, τοῦ ἡμετέρου Κλήρου καί τοῦ Κλήρου τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν. - Ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία καί ὁ ἑλληνικός Κλῆρος καθ’ ὃλην τήν σειράν τῶν αἰώνων, καί κατά τάς ἀγαθάς ἡμέρας τοῦ Κράτους καί κατά τάς πονηράς, καί ἐν εὐτυχίαις καί ἐν δυστυχίαις, οὐ μόνον συνεταύτισε τήν ἑαυτοῦ τύχην μετά τῆς τύχης τοῦ Ἒθνους, ἀλλά, ὡς προερρήθη καί καθ’ ὃλας τάς δυσμενεῖς τοῦ Ἒθνους περιστάσεις ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν καί ὁ ἱερός Κλῆρος πρῶτοι ὑπερεμάχησαν τῶν δικαίων τοῦ Ἒθνους, τά πάντα ὑπέρ αὐτοῦ θυσιάσαντες. Ὁ ἱερός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Κλῆρος, πολλάκις ἀντιστάς πρός ἐμφυλίους σπαραγμούς ἀπειλήσαντας τήν πατρίδα, ἒσωσεν αὐτήν ἐκ τῆς ἀναρχίας. Ὁ ἱερός Κλῆρος ἦτο πάντοτε ὁ ὑπερασπιστής τῶν καταθλιβομένων, ὁ προστάτης καί βοηθός τῶν δυστυχούντων, ὁ συνήγορος τῶν ἐθνικῶν δικαιωμάτων. Οὐδέν παράδειγμα δύναταί τις νά προτάξῃ, καθ’ ὃ ὁ ἱερός Κλῆρος ἀντέστη πρός τά τοῦ Ἒθνους συμφέροντα, ἐνῷ ὑπέρ τοῦ ἐναντίου ἒχομεν τήν ἱστορίαν μάρτυρα ἀψευδῆ. Οἱ ἀποτελοῦντες τόν ἱερόν τῆς Ἀνατολ. Ἐκκλ. Κλῆρον πάντοτε ἐδόξαζον, ὃτι δέν ἠδύναντο νά ἐργασθῶσιν ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας κάλλιον ἢ ἐργαζόμενοι ὑπέρ τῆς εὐδαιμονίας τοῦ Ἒθνους. Ἐάν δέ ποτε ἀνεμίχθῃ εἰς ξένας τοῦ προορισμοῦ καί τῆς κλήσεως αὑτοῦ ὑποθέσεις, τοῦτο ἐγένετο ὁσάκις ὑπεβλήθη τοῦτο ὑπό τῆς ἰδίας αὐτοῦ συνειδήσεως πρός τό συμφέρον τῆς πατρίδος. Ἂλλως τε νόμοι, διαγράφοντες ἑκάστου τά καθήκοντα καί τά δικαιώματα ἐν δικαίῳ μέτρῳ δύνανται νά προλαμβάνωσι πᾶσαν παρεκτροπήν καί σφετερισμόν ἀλλοτρίων δικαιωμάτων. - Ὃσον δ’ ἀφορᾷ εἰς τήν δευτέραν παρατήρησιν, ὃτι δηλ. ἡ Ἐκκλησία ἐκπληρώσασα τόν προορισμόν της καί συντελέσασα εἰς τήν ἀνεξαρτησίαν τοῦ Ἒθνους, οὐδέν ἓτερον αὐτῇ ὑπολείπεται καθῆκον ἢ ἡ τελεσιουργία τῶν μυστηρίων, παρατηροῦμεν ὃτι καί πᾶσαι μέν αἱ ἂλλαι Ἐκκλησίαι, ἰδίᾳ δέ ἡ ἡμετέρα καθῆκον εἶχε καί ἒχει οὐ μόνον νά τελεσιουργῇ τά μυστήρια, ἀλλά καί διηνεκῶς νά μεριμᾷ περί τῆς ἠθικοποιήσεως τῶν πιστῶν διά τε τῆς ὀρθῆς καί εὐσεβοῦς διδασκαλίας καί τῶν ἂλλων πρός τοῦτο προσφόρων μέσων. ὃτι δέ ἡ ἒλλειψις τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας ἐκ μέρους τῶν λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας τά μάλιστα βλάπτει τήν κοινωνίαν, ὠθοῦσα αὐτήν εἰς ὠκεανόν ἀνυπολογίστων δεινῶν, ἀρκοῦσα ἀπόδειξις εἶναι ἡ καθολική τῶν κοινωνιῶν ἐξαχρείωσις, ἧς ἓνεκεν τό ἒγκλημα ἐπολλαπλασιάσθη, ἡ ἀσέβεια πανταχοῦ διεδόθη καί ἡ ἀνηθικότης ὑπερέβη πᾶν ὃριον. Ἐξακολουθήσουσι δέ πάντως τά δεινά ταῦτα πολλαπλασιαζόμενα, ἐν ὃσῳ ὁ μέν ἱερός Κλῆρος διατελεῖ ἱστάμενος εἰς τήν κατωτάτην τῆς ἀμαθείας βαθμῖδα, περιοριζόμενος εἰς τήν τελεσιουργίαν τῶν μυστηρίων, καί ἐν τῇ ἀμαθεία του θεωρῶν τήν ἱεράν αὑτοῦ διακονίαν ὡς τέχνην πορισμοῦ, ἡ δέ Ἐκκλησία δι’ ἒλλειψιν ἐλευθερίας καί ἰκανῶν λειτουργῶν δέν διαχέει τήν ζωογόνον αὒραν τῆς οὐρανίου αὑτῆς διδασκαλίας ἐπί τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.

Τήν κατάστασιν ταύτην τήν λυπηράν ὑπ’ ὂψιν ἒχοντες καί νομίζοντες, ὃτι αὓτη προέρχεται ἐκ τῆς καταπτώσεως τοῦ ἱεροῦ Κλήρου καί τῆς ἐλλείψεως ὀρθοδόξου χριστιανικῆς ἀγωγῆς καί διδασκαλίας, καθῆκον ἡμῶν ἀπαραίτητον ἐθεωρήσαμεν νά χαράξωμεν κατά τό μέτρον τῶν ἀσθενῶν ἡμῶν δυνάμεων τάς κατωτέρω πρός βελτίωσιν τῶν τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν πραγμάτων ἐκτεθησομένας ταπεινάς σκέψεις, καί προκαλέσωμεν τήν σύντομον καί σύντονον μέριμναν τῆς Σ. Κυβερνήσεως καί τῶν κυρίων Βουλευτῶν ἐπί τῶν ἐξῆς σπουδαιοτάτων ἀντικειμένων:

1) Τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας

2) τῆς μορφώσεως τοῦ ἱεροῦ Κλήρου, και

3) τῆς χρησιμοποιήσεως τῆς ἐκκλ.περιουσίας.

___________________

Α΄

Περί διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας.

Συμφώνως ταῖς ἀποστολικαῖς διατάξεσι, πᾶσα χώρα δέον νά ἐπισκοπῆται ὑπό ἐπισκόπου κανονικοῦ, προνοοῦντος περί τῆς προσελεύσεως τῶν μή χριστιανῶν εἰς τήν ἀληθῆ τοῦ χριστιανισμοῦ διδασκαλίαν, προάγοντος διά τῆς εὐσεβείας καί ποιμαντορικῆς αὐτοῦ ἱκανότητος τούς πιστούς «ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καί ἐλέγχοντος τούς ἀντιλέγοντας» (Α΄ Τιμ. α΄, 10). Ἡ διηνεκής ἐπισκόπησις τῶν πιστῶν παρά τῶν κανονικῶν Ἐπισκόπων τοσοῦτον ἐθεωρεῖτο ἀναγκαία ἀπό τῆς Ἐκκλησίας, ὣστε οἱ μετά τούς ἁγίους Ἀποστόλους πνευματέμφοροι τῶν ἁγίων Συνόδων Πατέρες οὐδαμῶς ἐπέτρεπον τοῖς ἐπισκόποις τήν ἐκ τῆς ἰδίας ἐπισκοπῆς ἀπουσίαν (Καν. ις΄ τῆς α΄ καί β΄, π΄ τῆς ς΄, ια΄ καί ιβ΄ Σαρδ.), βαρείας ἐπιβάλλοντες ποινάς τοῖς ἂνευ λόγου δεδικαιολογημένου ἀπομακρυνομένοις τῆς ἐπισκοπῆς των. Ἀλλ’ ἐάν οὐδενί ἐπιτρέπηται νά διαμένῃ μακράν τῆς ἑαυτοῦ Ἐπισκοπῆς πλέον τῶν τριῶν ἐβδομάδων, ὃπως μή μένῃ ἡ λογική τοῦ Χριστοῦ ποίμνη ἀποίμαντος καί ἀπροφύλακτος, κατά μείζονα λόγον δέν ἐπιτρέπεται νά μένῃ ἐπί πολύν χρόνον χηρεύοουσα οἱαδήποτε Ἐπισκοπή· καθόσον ὁ ἐπίσκοπος καί μακράν εὑρισκόμενος δύναται νά μεριμνᾷ ὑπέρ τοῦ ποιμνίου του, συναισθανόμενος τήν βαρεῖαν εὐθύνην, ἣν φέρει καί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίας καί ἐνώπιον τῆς κοινωνίας διά πᾶσαν πνευματικήν ζημίαν προερχομένην ἐκ τῆς ἀπουσίας του. Χηρευούσης ὃμως τῆς ἐπισκοπῆς, τίς περί ταύτης καί τοῦ ποιμνίου μεριμνήσει; Ἓνεκεν τῆς ἀνυπολογίστου πνευματικῆς ζημίας τῆς προερχομένης ἐξ ἐλλείψεως ἐπισκόπου ἐν οὐδεμιᾷ τῶν ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν καί νῦν διαμένει ἐπισκοπή χηρεύουσα περισσότερων τῶν τριῶν μηνῶν. Ἐν Ἑλλάδι ὃμως, παρά πᾶσαν προσδοκίαν, καί κατά προφανῆ παράβασιν τοῦ β΄ ἂρθρου τοῦ Συντάγματος, ἐκ τῶν ὑφισταμένων τεσσαράκοντα ἐπισκοπῶν αἱ 19 διατελοῦσιν ἐν χηρείᾳ, αἱ μέν πρό εἰκοσαετίας (!) αἱ δέ πρό ὀλιγωτέρων ἐτῶν κατά παράβασιν τῶν ἱερῶν κανόνων, καί πρός μεγάλην τῆς ἐκκλησίας καί τοῦ ἒθνους ζημίαν. Ἡ τοιαύτη ἀσύγγνωστος ἀμέλεια μεγάλως ἐπέδρασεν ἐπί τῆς καταπτώσεως τοῦ γοήτρου τῆς ἐκκλησίας. Ὁ κλῆρος διαμένων ἂνευ ποιμένος ἐπισκοπεύοντος αὐτόν, ἐκτρέπεται ὡς ἐπί τό πολύ τῆς εὐθείας ὁδοῦ πρός σκάνδαλον τῶν ἁπλουστέρων, οἳτινες βλέποντες τούς πνευαμτικούς αὐτῶν πατέρας παρεκτρεπομένους καί μή ποδηγετοῦντας εἰς τήν εὐσέβειαν καί τήν ἀρετήν τούς πιστούς διά τοῦ παραδείγματός των, παρεκτρέπονται καί οὗτοι κινδυνεύοντες νά ἀπολεσθῶσι· «ῥαδίως εὐζήλωτον καί πρόχειρον τοῖς λαοῖς, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ἡ τοῦ προεστῶτος μοχθηρία· καί οὐδέν οὓτω ῥάδιον, ὡς τό γενέσθαι κακούς, εἰ τούτους μάλιστα ἂγει πρός τήν κακίαν μοχθηρός προεστώς».

Ἲσως τις παρατηρήσει ὃτι ἐν ταῖς χηρευούσαις ἐπισκοπαῖς ὑπάρχουσι τριμελεῖς ἐπισκοπικαί ἐπιτροπαί, συγκροτούμεναι ἐκ τῶν ἀξιωματικῶν τῆς ἐπσκοπῆς, αἳτινες δύνανται νά διευθύνωσι τά τῆς ἐπισκοπῆς ἀπροσκόπτως ὑπό τήν ἐπίβλεψιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Ἡ παρατήρησις δέν εἶναι ὀρθή· ἡ πεῖρα αὐτή διδάσκει ὃτι ὁ θεσμός οὗτος τῶν ἐπισκοπικῶν ἐπιτροπῶν, νέον τῶν νεωτέρων δημιούργημα, καθ’ ὁλοκληρίαν ἐναυάγησεν, ἀφ’ ἑνός μέν ἓνεκεν τῆς ἀνικανότητος τῶν ἀποτελούντων τήν τριμελῆ ταύτην ἐπισκοπικήν ἐπιτροπήν, ἀφ’ ἑτέρου δέ διότι καί ὁ θεσμός οὗτος τῇ οὐχί βεβαίως συγγνωστῇ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καταδολιεύεται, τῶν ἐπισκοπικῶν τούτων ἐπιτροπῶν ἐξαρτωμένων συνήθως ἐκ τῆς κρατούσης πολιτικῆς μερίδος καί ὑπακουούσης ὡς ἐπί τό πολύ εἰς τά νεύματα ταύτης. Νομίζομεν λοιπόν ὃτι ἡ ἒλλειψις ἐπισκόπων καί ὁ θεσμός τῶν ἐπισκοπικῶν ἐπιτροπῶν εἶναι αἱ δύο πρῶται αἰτίαι τῆς ἐπικρατούσης ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ θλιβερᾶς καταστάσεως. Ὡς ἐκ τούτου οἱ κ. ἀντιπρόσωποι τοῦ ἒθνους, καθῆκον ἒχοντες ἳνα μεριμνήσωσι διά νομοθετικῆς ἐργασίας περί τῆς προόδου τοῦ ἒθνους, πρωτίστως ὀφείλουσι μετά σπουδῆς νά μεριμνήσωσι περί τῆς ἐκκλησίας, ψηφίζοντες νομοθετήματα ἀνάλογα πρός τάς ἀξιώσεις τοῦ ἒθνους, πρός τό ὑψηλόν ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης καί τόν ὑψηλόν τῆς ἐκκλησίας σκοπόν, ἐξασφαλίζοντα οὓτω τήν διηνεκῆ ὑπό τῆς ἐκκλησίας ἐπισκόπησιν τοῦ λαοῦ διά τῶν καταλλήλων προσώπων.

Ἐν τῷ ζητήματι ὃμως τούτῳ περί πληρώσεως τῶν ἐπισκοπῶν παρά πολλῶν προβάλλεται ἡ παρατήρησις, ὃτι τεσσαράκοντα ἐπισκοπαί εἰς κράτος ἀριθμοῦν δύω ἣμισυ ἑκατομμύρια ψυχῶν εἶναι πολλαί, ἀφοῦ εἰς ἂλλα κράτη, τόν αὐτόν ἀριθμόν χριστιανῶν ἒχοντα, πέντε ἢ ἓξ ἐπίσκοποι ἀναλογοῦσιν. Ἡ παρατήρησις δέν εἶναι ὡς ἐκ πρώτης ὂψεως φαίνεται ὀρθή. Εἶναι ἀληθές ὃτι ἀλλαχοῦ ὑπάρχουν ὀλιγώτεροι ἐπίσκοποι· ἀλλ’ ἐκεῖ οἱ ὀλίγοι ἐπίσκοποι ἒχουσι πλείστους ὃσους βοηθούς, ἱεροκήρυκας, λογίους ἐπιτρόπους, γραμματεῖς· καί αὐτοί δέ οἱ ἁπλοῖ ἐφημέριοι εἶναι προλύται πανεπιστημίων καί ἀκαδημιῶν, ἐνῷ ἐνταῦθα ἃπασαι αἱ πνευματικαί καί διοικητικαί καί τελετουργικαί ἐργασίαι εἰσίν ἀνατεθειμέναι εἰς τόν ἐπίσκοπον. Ὁ ἐπίσκοπος ἐν Ἑλλάδι εἶναι ὁ τελεσιουργός τῶν μυστηρίων, ὁ ἱεροκήρυξ, ὁ γραμματεύς, ὁ γραφεύς. Ἂνευ αὐτοῦ οὐδέν γίνεται ἐν τῇ ἐπισκοπῇ· μόλις δ’ ἐπαρκῶν νῦν ἓκαστος εἰς τήν ἐπισκόπησιν τῆς ἐπισκοπικῆς δικαιοδοσίας του, οὐδέν θέλει πράττῃ, ἐάν ἡ σημερινή τῆς ἐπισκοπῆς περιφέρεια διπλασιασθῇ ἢ τριπλασιασθῇ. Ἑπομένως ὁ ἀριθμός τῶν ἐπισκοπῶν ἐν Ἑλλάδι δέν εἶναι πολύς. Ἐπειδή ὃμως τινές τῶν ἐπισκόπῶν ἒχουσιν ὃρια λίαν περιωρισμένα κατ’ άντίθεσιν ἂλλων, ἐχουσῶν λίαν ἐκτενῆ, διά τοῦτό τινες ἐξ αὐτῶν δύνανται νά συμπτυχθῶσι κατά τόν ἀκόλουθον πίνακα:

1) Κέρκυρα, Παξοί.

2) Λευκάς, Ἰθάκη.

3) Κεφαλληνία.

4) Ζάκυνθος.

5) Χαλκίς, Καρυστία.

6) Ἂνδρος, Κέα.

7) Σῦρος, Μῆλος, Ταῆνος.

8) Θήρα, Ἀμοργός.

9) Νάξος, Πάρος.

10) Ὓδρα, Σπέτσαι.

11) Ἂρτα.

12) Τρίκκαλα, Σταγοί, Γαρδίκιον.

13) Λάρισσα.

14) Φάρσαλα, Δομοκόν.

15) Δημητριάς, Πλαταμών.

16) Αἰτωλοακαρνανία.

17) Εὐρυτανία.

18) Φθιῶτις.

19) Φωκίς, Θῆβαι.

20) Ἀττική.

21) Ἀχαΐα, Ἦλις.

22) Καλάβρυτα,

23) Ἀργολίς.

24) Κόρινθος.

25) Μαντινεία.

26) Γορτυνία.

27) Μεσσηνία.

28) Τριφυλία.

29) Σπάρτη, Μονεμβασία.

30) Γύθειον, Οἲτυλον, Κύθηρα.

Τοιουτοτρόπως αἱ τεσσαράκοντα ἐπισκοπαί περιορίζονται εἰς τριάκοντα, δηλ. δέκα εἰς τάς νήσους, δέκα εἰς τήν στερεάν καί δέκα εἰς τήν Πελοπόννησον. Ἑκάστης δέ τούτων ἐχούσης ἲδιον ἐπίσκοπον, δύναται οὗτος νά ἐπαρκέσῃ ὁπωσδήποτε εἰς τάς ἐκκλησιαστικάς ἀνάγκας, ἐάν μάλιστα ἒχῃ ὑπό τάς ἑαυτοῦ διαταγάς ἓνα τοὐλάχιστον ἱεροκήρυκα καί ἓνα γραμματέα, ἰδιαίτερα ἒχοντα προσόντα καί ὑπό τοῦ ἐπισκόπου διοριζόμενον.

Ἲσως τι καί μετά τον τηλικοῦτον τῶν ἐπισκοπῶν περιορισμόν παρατηρήσει: ποῦ εὑρεθήσονται τόσα πρόσωπα κατάλληλα διά νά πληρωθῶσι διά μιᾶς αἱ ὑπολειπόμεναι δέκα κεναί ἐπισκοπαί. Καίτοι δυσχερής φαίνεται ἡ πλήρωσις τόσων ἐπισκοπῶν, χάριτι ὃμως θείᾳ δυνάμεθα νά εἲπωμεν ὃτι ἡ ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εὐμοιρεῖ εἰσέτι ἰκανῶν προσώπων καταλλήλων διά τό ἐπισκοπικόν ἀξίωμα· τροποποίησις δέ τις τοῦ τρόπου τῆς ἐκλογῆς τῶν ἐπισκόπων δύναται, ὡς φρονοῦμεν, οὐ μόνον νά διευκολύνῃ τήν ἐκλογήν τῶν ἱεραρχῶν, ἀλλά καί νά ἀναδείξῃ ἐπισκόπους ἀξίους τῆς ἑαυτῶν κλήσεως.

Ὃτε ὁ καταστατικός τῆς Ἱερᾶς Συνόδου νόμος κατηρτίζετο, οἱ τοῦτον συντάξαντες ἐνόμισαν ὃτι καινοτομοῦντες θέλουσιν ἐπιτύχει τό ποθούμενον ὑπέρ τῆς ἐκκλησίας ἀποτέλεσμα, χωρίς νά μελετήσωσι τούς ἱερούς κανόνας, τάς ἐκκλησιαστικάς διατάξεις ἢ τοὐλάχιστον τούς κανονισμούς τῶν ἂλλων ἐκκλησιῶν. Ἡμεῖς νομίζομεν ὃτι τό ὑφιστάμενον σύστημα ἐντελῶς ἀπέτυχεν, ἡ δέ Βουλή συνενοουμένη μετά τῆς Ἱερᾶς Συνόδου δέον νά μεταρρυθμίσῃ διά τό μέλλον τόν ἐκλογικόν τῶν ἐπισκόπων νόμων, καί δή κατά τόν ἀκόλουθον τρόπον.

Οἱ κατά τόπους ἐπίσκοποι, ἒχοντες τήν ἐπαγρύπνησιν ἐπί τοῦ ἱεροῦ κλήρου, εἶναι οἱ μόνοι ἁρμόδιοι νά ἀποφαίνωνται τίνες εἰσίν οἱ κατάλληλοι διά νά ἀνέλθωσιν εἰς τό ἐπισκοπικόν ἀξίωμα. Ἓκαστος λοιπόν τῶν ἐπισκόπων ἐκ τοῦ σύνεγγυς καί ἐκ μακρᾶς πείρας γινώσκων τούς ὑφ’ ἑαυτόν κληρικούς, τήν εὐσέβειαν ἑκάστου, τήν ἀρετήν, τήν ἀξίαν, τήν διοικητικήν ἱκανότητα, δύναται ἐν βάρει συνειδήσεως νά συνιστᾷ τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ πρός ἐγγραφήν εἰς πίνακα ἐκλεξίμων τούς κεκτημένους πρός τοῖς ἂλλοις ἠθικοῖς πλεονεκτήμασι τά ἐξῆς προσόντα:

α΄) Τούς ἒχοντας πτυχίον διδάκτορος ἢ προλύτου μιᾶς τῶν ὀρθοδόξων θεολογικῶν σχολῶν·

β΄) Τούς διακρινομένους ἐπί αὐστηρότητι βίου, ἀρετῇ καί θρησκευτικῇ ἀπαρνήσει· καί

γ΄) Τούς ὑπηρετήσαντας παρά τῷ συνιστάντι τούτους ἐπισκόπῳ τοὐλάχιστον ἐπί μίαν πενταετίαν εἰς ἀνώτερόν τι ἐκκλησιαστικόν διακόνημα.

Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐγγράφει τόν συνιστάμενον ἐν τῷ πίνακι τῶν ἐκλεξίμων καί εἰδοποιεῖ δι’ ἐγγράφου αὑτῆς τό ὑπουργεῖον τῶν Ἐκκλησιαστικῶν· τοιουτοτρόπως δ’ ἐκ τῶν προτέρων ὑπάρχουσιν ὑποδεδειγμένοι τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ καί τῇ κυβερνήσει οἱ ἂριστοι τῶν κληρικῶν οἱ δυνάμενοι νά ἀρχιερατεύωσιν. Ἐν περιπτώσει χηρείας ἐπισκοπῆς τινος, ἡ Ἱερά Σύνοδος ὁρίζει ἐκλέξιμον μέν ἡμέραν τήν πρώτην Κυριακήν μετά τήν τεσσαρακοστήν ἀπό τῆς ἀποβιώσεως τοῦ ἐπισκόπου, τόπον δ’ ἐκλογῆς τήν κυριωτέραν ἐκκλησίαν τῆς ἐπισκοπικῆς ἓδρας τῆς χηρευσάσης ἐπισκοπῆς. Οἱ πρεσβύτεροι καί οἱ ἱερομόναχοι τῆς ἐπισκοπῆς προσηκόντως προσκαλούμενοι προσέρχονται εἰς τήν προσδιορισθεῖσαν ἐκκλησίαν· μετά δέ τόν Ὂρθρον καί τήν θείαν Λειτουργίαν ἂρχονται τῆς ἐκλογῆς διά μυστικῆς ψηφοφορίας ὑπό τήν ἐπίβλεψιν ἐφορευτικῆς ἐπιτροπῆς, ἀποτελουμένης ἐξ ἑνός τῶν σεβασμιωτάτων συνοδικῶν ἀρχιερέων ἐπί τούτῳ ἀποστελλομένου εἰς τήν χηρεύουσαν ἐπισκοπήν, τοῦ γενικοῦ ἐπιτρόπου τῆς χηρευσάσης ἐπισκοπῆς, καί τοῦ προέδρου τοῦ ἐπισκοπικοῦ δικαστηρίου, δηλ. τοῦ οἰκονόμου ἢ τοῦ ἀναπληρωτοῦ αὐτοῦ, παρισταμένου καί τοῦ νομάρχου ὡς ἀντιπροσώπου τῆς κυβερνήσεως. Οἱ ἐκλογεῖς, ἒχοντες ὑπ’ ὂψιν ἀντίγραφον ἐπίσημον τοῦ ἐν τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ καί τῷ ὑπουργείῳ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ἢδη κατηρτισμένου πίνακος τῶν ἐκλεξίμων, ψηφίζουσιν οἷον βούλονται ἐκ τῶν ἐν τῷ πίνακι ἀναγραφομένων. Μετά δέ τήν ψηφοφορίαν οἱ τρεῖς ἐκ τῶν πλειοψηφισάντων διά τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τῆς Κυβερνήσεως ὑποβάλλονται τῇ αὐτοῦ Μεγαλειότητι τῷ Βασιλεῖ, ὃστις ἐκλέγει τόν ἓνα τοῦτον.

Διά τοῦ ἐκλογικοῦ τούτου τρόπου νομίζομεν, ὃτι αἱ ἐπισκοπαί δέν θέλουσι χηρεύει ἓνεκεν διαφωνιῶν καί συγκρούσεως συμφερόντων ἐπί ὁλόκληρα τέταρτα αἰώνων, οἱ δέ ἐκλεγόμενοι ἒσονται οἱ σχετικῶς ἱκανώτεροι· οὓτω δέ νέα δοθήσεται ὢθησις πρός τήν εὐσέβειαν καί τήν ἀρετήν. Διά δέ τοῦ προτεινομένου μέτρου θά προάγωνται οὐχί οἱ χαίροντες τῶν συμπαθειῶν τοῦ μέν ἢ τοῦ δέ, ἀλλ’ οἱ ἱκανώτεροι καί οἱ δικρινόμενοι ἐπί τῇ ἀρετῇ, παιδείᾳ καί ἐκκλησιαστικῇ μορφώσει. - Ἀνωτέρω ἐμνημονεύσαμεν τῶν ἐπισκοπικῶν ἐπιτροπῶν, παρατηρήσαντες ὃτι ὁ θεσμός οὗτος ὃλως ἐναυάγησε, τῶν ἀποτελούντων τάς ἐπιτροπάς ταύτας ἀποδειχθέντων ὃλων ἀνικάνων εἰς τήν διεύθυνσιν τῶν χηρευσουσῶν ἐπισκοπῶν. Ἐπειδή ὃμως ἡ μετά θάνατον τοῦ ἐπισκόπου ἢ κατά τήν ἀπουσίαν αὐτοῦ δέον νά ὑφίσταται ἀρχή τις ἐξασφαλίζουσα τήν ἐκκλησιαστικήν περιουσίαν καί τό τῆς ἐπισκοπῆς ἀρχεῖον, καί διεξάγουσα τήν τρέχουσαν ὑπηρεσίαν, διά τοῦτο νομίζομεν ὃτι πρέπει ὁ περί ἐπισκοπικῶν ἐπιτροπῶν θεσμός νά ἀντικατασταθῇ δι’ ἑνός προσώπου κατά τόν ἀκόλουθον τρόπον.

Ἐπίσκοπος, εἲτε περιοδεύων τήν ἐπσικοπήν του, εἲτε ἀνωτέρᾳ διαταγῇ ἐν τῇ πρωτευούσῃ ἢ ἀλλαχοῦ διαμένων, δέον νά ἀντιπροσωπεύηται παρά τινος τῶν ἀνωτέρων κληρικῶν ἐν τῇ ἐπισκοπῇ. Καί ὃσον μέν ἀφορᾷ εἰς τάς περιπτώσεις ταύτας, καθ’ ἃς ἀπουσιάζει ὁ ἐπίσκοπος, τό πρᾶγμα εἶνε εὐχερές, τοῦ ἐπισκόπου διορίζοντος τόν κατάλληλον. Ἐπειδή ὃμως μετά τόν θάνατον τοῦ ἐπισκόπου δέον νά ὑπάρχῃ ὁ κατάλληλος τοποτηρητής, ὃστις νά δύναται ἂνευ μεσολαβήσεως χρονικοῦ διαστήματος(1)νά ἐξασφαλίζῃ τό Γραφεῖον, ὡς ἂνω ἐρρἠθη, καί διακρατεῖ ἂνευ διακοπῆς τήν τρέχουσαν ἐκκλησιαστικήν ὑπηρεσίαν, τό τοιοῦτον δέ πρόσωπον μόνος ὁ ἐπίσκοπος δύναται καλῶς νά γινώσκῃ, διά τοῦτο προτείνομεν ἳνα τῇ προτάσει τοῦ ἐπισκόπου ἀναγνωρίζηται διά βασιλικοῦ Διατάγματος, ἐκτός τῶν ἂλλων ἀξιωματικῶν τῆς ἐπισκοπῆς, καί εἷς γενικός ἐπίτροπος, ἒχων ὁρισθησόμενα προσόντα, ὃστις οὐ μόνον ἀπουσιάζοντα, ἀλλά καί ἀποθνήσκοντα τόν ἐπίσκοπον νά ἀναπληροῖ. Τοιουτοτρόπως καί ἐν τοῖς ἀρχείοις τῶν ἐπισκοπῶν ἐπικρατήσει τάξις τις καί ἡ τρέχουσα ὑπηρεσία βαδίσει κανονικῶς, καί αἱ νῦν ἐπισυμβαίνουσαι ἀταξίαι καί ἀσχημίαι ἐκλείψουσι.

(1 Κατά τό νῦν ἐπικρατοῦν σύστημα πολλάκις παρέρχονται μῆνες ὁλόκληροι μέχρις οὗ διορισθῇ ἐπισκ. ἐπιτροπή καί ἀναλάβῃ τά καθήκοντά της.)

Καί τοσαῦτα μέν περί τοῦ πρώτου ἀντικειμένου, ὃπερ προτιθέμεθα νά διαπραγματευθῶμεν. Περί δέ ἐπισκοπικῶν δικαστηρίων, ἱεροκηρύκων, πνευματικῶν, ἀξιωματικῶν καί ἂλλων σχετικῶν ζητημάτων, εἰς τήν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας ἀφορώντων, ἐπιφυλασσόμεθα προσεχῶς νά ἐκθέσωμεν τήν ταπεινήν ἡμῶν γνώμην.

Β΄

Περί μορφώσεως τοῦ ἱεροῦ Κλήρου.

Διηνεκῶς καί ἐν τῇ δημοσιογραφίᾳ καί ἰδιαιτέρως πολλά γράφονται καί λέγονται παράπονα καί πολλαί ἀναφέρονται μομφαί κατά τῶν λειτουργῶν τοῦ Ὑψίστου καί δι’ ἂλλας μέν ἐλλείψεις αὐτοῦ, ἰδίᾳ δέ διά τήν ὑπερβάλλουσαν αὐτοῦ ἀμάθειαν. Καί ὃτι μέν αἱ μομφαί αὗται ἀληθεῖς εἰσίν οὐδείς ἀντιλέγει· ὀφείλωμεν ὃμως νά ἐξετάσωμεν πόθεν αἱ ἐλλείψεις αὗται προέρχονται, πῶς ἡ ἐπιπολάζουσα ἀμάθεια ἐπικρατεῖ καί τίνι τρόπῳ τό κακόν διορθωτέον.

Ἐάν λάβωμεν ὑπ’ ὂψιν τήν πνευματικήν κατάστασιν τῶν λειτουργῶν τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν ἂλλων ἐθνῶν οὐ μόνον τῶν Ὀρθοδόξων ἀλλά καί τῶν μή τοιούτων, θέλομεν ἀνεύρει ἐκεῖ ζωήν, δρᾶσιν ἂγνωστον παρ’ ἡμῖν. Αὐτά τά ἐν τῇ χερσονήσῳ τοῦ Αἳμου ἒθνη, τά ἀποκτήσαντα τήν ἀνεξαρτησίαν αὑτῶν μετά τό ἡμέτερον Ἒθνος, κέκτηνται ἱερατικάς σχολάς καλῶς κατηρτισμένα, ἱεράς ἀκαδημίας ἐκπληρούσας θαυμασίως τόν ἑαυτόν προορισμόν. Τό χθές ἡμιανεξαρτηθέν βουλγαρικόν ἒθνος, πρό πάσης ἂλλης σκέψεως, ἐσκέφθη περί τοῦ ἱεροῦ Κλήρου, τοῦ παιδαγωγοῦ τούτου τῶν κοινωνιῶν. Ἐν Ἑπτανήσῳ ὃπου ἐκεῖ ξένοι τά τοῦ τόπου πρό τῆς ἑνώσεως διηύθυνον, ἱδρύθη ἱερά ἀκαδημία, ἧς οἱ καρποί τά μάλιστα συνετέλεσαν εἰς τήν διαπαιδαγώγησιν τοῦ ἑπτανησιακοῦ λαοῦ. Καί ἡ μέν Ἀκαδημία ἐκείνη διελύθη μετά τήν ἓνωσιν ὡς περιττή· ἐκ δέ τῶν πνευματικῶν αὐτῆς τέκνων οἱ ἐπιζῶντες εἰσί πολύτιμα τῆς Ἐκκλησίας ἀγλαΐσματα, διαπρεπεῖς κατέχοντες θέσεις. Παρ’ ἡμῖν ὃμως διαφόρως τά ἐκκλησιαστικά ἡμῶν πράγματα ἒχουσι. Μετά τήν θείῳ ἐλέῳ ἀποκατάστασιν τοῦ Ἒθνους περί πασῶν τῶν ἀναγκῶν αὐτοῦ ἐλήφθη πρόνοιά τις. Καθώς ὃμως ὡς πρός τήν ἐκκλησιαστικήν διοίκησιν κατεβλήθη σπουδαία φροντίς, ὃπως ἡ Ἐκκλησία ᾖναι ὑποτεταγμένη σχεδόν τῇ πολιτείᾳ, τοιουτοτρόπως φαίνεται ἐθεωρήθη συμφέρον νά μή ληφθῇ οὐδέ ἡ ἐλαχίστη πρόνοια καί περί τῆς μορφώσεως τοῦ ἱεροῦ Κλήρου. Ἡ ἒλλειψις δ’ αὓτη δύναται νά δώσῃ τήν ὑπόνοιαν ὃτι ἀπό σκοποῦ ἡ πολιτεία δέν ἐμερίμνησε περί τῆς μορφώσεως τοῦ ἱεροῦ Κλήρου, ὃπως ἒχῃ τοῦτον ὑποχείριον. Τήν ὑπόνοιαν δέ ταύτην ἐνισχύει ἒνθεν μέν ἡ κατάργησις τῶν θρησκευτικῶν ἐδρῶν ἐκ τῶν Γυμνασίων καί τῶν ἂλλων Σχολῶν καί ἡ ἀνάθεσις τῆς διδασκαλίας τῶν ἱερῶν μαθημάτων εἰς ἀνθρώπους πολλάκις οὐχί εὐσεβεῖς, ἒνθεν δέ οἱ συσταινόμενοι ἑκάστοτε παρά τῶν κ. Βουλευτῶν ὡς ὑποψήφιοι διά τό ἱερατικόν ἀξίωμα, οἳτινες ὡς έπί τό πολύ ἐντελῶς ἀμόρφωτοι καί ἀγράμματοι.

Καί ἡμεῖς βεβαίως, ἐάν διεωρῶμεν κίνδυνόν τινα ἐκ τῆς τοῦ Κλήρου μορφώσεως, ἐάν ἐβλέπομεν τήν ζημίαν τήν ἐκ τῆς ἀμαθείας τοῦ κλήρου προερχομένην δι’ ἂλλου τρόπου ἀναπληρουμένην, βεβαίως δέν θά ἐγράφομεν τάς γραμμάς ταύτας. Ἐπειδή ὃμως ἓνεκεν τῆς ἐπιπολαζούσης ἀμαθείας τοῦ Κλήρου ὁ μέν λόγος τοῦ Θεοῦ ἀργεῖ, περιοριζομένων τῶν Κληρικῶν εἰς τήν τυπικήν τῶν μυστηρίων καί τῶν ἂλλων ἱεροτελεστιῶν ἁπλῆν τέλεσιν, ἡ δέ ἀσέβεια ὡς ἡμέραι ἐπεκτείνεται, τῶν εὐσεβῶν καί ἐναρέτων ἐπί δακτύλοις ἀριθμουμένων, μυρίων δέ δεινῶν καί ἀτοπημάτων παρ’ ἡμῖν ἐπιπολαζόντων, διά τοῦτο ἓκαστος πονῶν ὑπέρ τοῦ Ἒθνους του ὀφείλει νά ὑψώνῃ τήν φωνήν καί ἐνεργῇ τό καθ’ ἑαυτόν ὑπέρ τῆς βελτιώσεως τῶν κακῶς ἐχόντων, καί ὑπέρ τῆς ἐπανορθώσεως τῶν γενομένων τῇ Ἐκκλησίᾳ μεγάλων ἀδικημάτων.

Ἲσως τις παρατηρήσει: πῶς, δέν ἐμερίμνησεν ἡ πολιτεία περί τῆς μορφώσεως τοῦ Κλήρου; Ἡ Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου, ἡ Ριζάρειος Σχολή, αἱ τρεῖς ἐν τῷ Κράτει ἱερατικαί Σχολαί δέν εἶναι ἐπαρκεῖς πρός μόρφωσιν Κλήρου ἱεροῦ; δέν ἐκπληροῦσιν αὗται τόν προορισμόν των; Ὂχι, ὡς δεῖ, ἀποκρινόμεθα. Δύναταί τις μάλιστα νά εἲπῃ, ὃτι αἱ πολυώνυμοι αὗται Σχολαί κατ’ ἐλάχιστον ὡφέλησαν τήν Ἐκκλησίαν.

α΄) Ἡ Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου, ὡς περιττόν τι ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ θεωρουμένῃ, μετά μεγάλης τῆς γλισχρότητος ἀπό τῆς συστάσεώς της διατηρεῖται, οὐδέποτε ἀριθμήσασα πλείονας τῶν ἓξ καθηγητῶν. Ἐπ’ ἐσχάτων μάλιστα ὁ ἀριθμός οὗτος κατῆλθεν εἰς τέσσαρας, ἀνεπαρκεῖς ὃλως πρός συστηματικήν θεολογικήν μόρφωσιν ἐπιστημόνων, καί ἐάν οἱ διδάσκοντες θεωρηθῶσιν ὡς οἱ φιλοπονώτεροι καί λογιώτεροι τῶν Καθηγητῶν.1 

(1Ἐν Ρωσσίᾳ ὡς γνωστόν, ὑφίστανται τέσσαρες Θεολογ. Ἀκαδημίαι, ἐν Πετρουπόλει, Μόσχᾳ, Κιέβῳ καί Καζάν· ἑκάστη τῶν Ἀκαδημιῶν ἀριθμεῖ τεσσαράκοντα Καθηγητάς διακρινομένους ἐπί εὐσεβείᾳ καί εὐρείᾳ πολυμαθείᾳ.) 

Οἱ ἐν αὐτῇ φοιτῶντες ἐγγράφονται εἰς τήν Σχολήν ταύτην τινές μέν ἐξ ἀληθοῦς πρός τήν ἐπιστήμην ἀγάπης, ἓτεροι ὃμως ἐξ ὑποχρεώσεων ἀλλαχόθεν αὐτοῖς ἐπιβαλλομένων, εἲτε διότι φοιτῶσι μέν εἰς αὐτήν ὃπως καρπῶνται ὑποτροφιῶν τινων παρ’ εὐσεβῶν κληροδοτηθεισῶν, ἀκροῶνται ὃμως τακτικώτερον μαθημάτων ἐν ἂλλαις Σχολαῖς. Ἐντεῦθεν καί παρατηρεῖται, ὃτι οἱ καρποί τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ἡμετέρου Πανεπιστημίου δέν εἶναι ἀνάλογοι τῶν προσδοκιῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἀναγκῶν τοῦ ἒθνους. Δύναται ἡ σχολή νά ἐπιδείξῃ πολλούς προλύτας αὑτῆς διαπρέποντας ἐπί ἐκκλησιαστικῇ μορφώσει, ἐπί ρητορικῇ δεινότητι, ἐπί ἐκκλησιαστικῇ διοικήσει; Ὂχι βεβαίως. Ἀλλαχοῦ ὑπάρχουσι σχολαί μή ἒχουσαι μέν τόν μέγα τίτλον τῆς τοῦ πανεπιστημίου σχολῆς, παράγουσαι ὃμως καρπούς ἀγαθούς, ὀνόματι μέν ὑποδεεστέρους τῶν προλυτῶν τῆς θεολογικῆς τοῦ πανεπιστημίου σχολῆς, πράγματι ὃμως μᾶλλον διακρινομένους ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ ἱεραρχίᾳ. Ὁμολογοῦμεν ὃτι ὑπάρχουσι καί παρ’ ἡμῖν ἂνδρες ἐπί ἐκκλησιαστικῇ μορφώσει καί βαθείᾳ παιδείᾳ διακρινόμενοι· ἀναγνωρίζομεν ὃτι καί μεταξύ τῶν κληρικῶν καί μεταξύ τῶν λαϊκῶν θεολόγων ὑπάρχουσιν ἐπιστήμονες τιμήν οὐ σμικράν περιποιοῦντες τῇ θεολογικῇ ἐπιστήμῃ. Οἱ τοιοῦτοι ὃμως ἢ καί ἀλλαχοῦ ἐξεπαιδεύθησαν ἢ δεξιοῦ πνεύματος εὐμοιρήσαντες δι’ ἀνενδότου μελέτης κατώρθωσαν νά διακρίνωνται σχετικῶς, καίτοι δέν δυνάμεθα μετά τοσοῦτον ἐπιστημονικόν βίον νά ἐπιδείξωμεν ἓνα Οἰκονόμον, ἓνα Μηνιάτην, ἓνα Βάμβαν, ἓνα Δούκαν, ἓνα Θεοτόκην, ἓνα Βούλγαρην, ἐνῷ κυρίως μετά πάροδον τόσων ἐτῶν ἀπό τῆς συστάσεως τοῦ πανεπιστημίου μεταξύ τῶν σχολῶν του ἒδει τήν πρώτην ἐν τῷ χριστιανικῷ κόσμῳ ἐπιστημονικήν θέσιν νά κατέχῃ ἡ ἡμετέρα θεολογική σχολή, εἰς ἣν νά ἀφορᾷ σύμπας ὁ ἐπιστημονικός κόσμος. Ἡ Νέα Διαθήκη, ἡ βάσις καί ἡ ἀνεξάντλητος πηγή πάσης θεολογικῆς γνώσεως, τά συγγράμματα τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἐν οἷς εὑρίσκονται ἀνεπτυγμένα πάντα τῆς ἀληθοῦς πίστεως τά δόγματα, εἰσί γεγραμμένα εἰς τήν ἑλληνικήν γλῶσσαν, ἣτις οὐδενί ἂλλῳ δύναται νά ᾖναι ἐντελῶς προσιτή ἢ τοῖς Ἓλλησιν, οἳτινες, ἐάν, ὡς ὀφειλον, ἐνἐτεινον τάς ἑαυτῶν δυνάμεις πολλαχῶς καί τήν Ἐκκλησίαν καί τήν πατρίδα ἠδύναντο νά ὠφελήσωσι, κέντρον τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης τάς Ἀθήνας ποιοῦντες. Δυστυχῶς νῦν δέν δυνάμεθα νά δείξωμεν, ἂν οὐχί ἀνωτέρους, τοὐλάχιστον ἲσους τοῖς πρό ἡμῶν λογίοις κληρικοῖς, οἳτινες ἂνευ Πανεπιστημίου καί μέσων ἐξηκολούθησαν τήν ἀδιάρρηκτον σειράν τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας Πατέρων, τῶν μέν πολύ ἐκείνων καθυστερούντων, τῶν δέ μή πραγματοποιούντων τά λεγόμενα· «λέγουσι γάρ καί οὐ ποιοῦσι». 

Ἀνάγκη λοιπόν ἀπόλυτος να συμπληρωθῇ καί ἀνυψωθῇ ἡ θεολογική τοῦ Πανεπιστημίου σχολή. 

β΄) Ἡ Ῥιζάρειος Σχολή. Εὐτυχῶς εἰς τό ἡμέτερον ἒθνος εἰς ὃ,τι καθυστερεῖ ἡ κυβερνητική πρωτοβουλία ἒρχεται ἐπίκουρος ἡ ἰδιωτική γενναιοδωρία. Ὡς εἰς τόσας ἂλλας ἐθνικάς ἀνάγκας, οὓτω καί εἰς τήν ὑπέρ τῆς μορφώσεως τοῦ ἱεροῦ κλήρου ἀνάγκην ἐπῆλθε βοηθός ἡ ἀείμνηστος δυάς τῶν Ῥιζαρῶν, Μάνθος καί Γεώργιος, ἀφιερώσασα ἃπασαν τήν μετά πόνων καί στερήσεων κτηθεῖσαν περιουσίαν ὑπέρ τῆς μορφώσεως τοῦ ἱεροῦ κλήρου. Δυστυχῶς ὃμως καί ἡ γενναία αὓτη καί βασιλική πρός τό ἒθνος καί τήν ἐκκλησίαν δωρεά δέν ἐξετιμήθη δεόντως ὑπό τῶν ἁρμοδίων, ὁ δέ σκοπός τῶν ἀειμνήστων Ριζαρῶν σχεδόν ἀπέτυχε, διότι οὗτοι σαφῶς καί ὡρισμένως ἐν τῇ διαθήκῃ αὑτῶν διέθεντο, ὃτι ἐπιθυμοῦσι νά ἐκπαιδεύωνται ἐν τῇ σχολῇ αὑτῶν ἐκεῖνοι μόνον οἱ Ἑλληνόπαιδες, ὃσοι προτίθενται νά ἐνδυθῶσι τό τῆς ἱερωσύνης ἒνδυμα 1

(1«Παρακαλῶ τά δύο συμβούλια τῆς σχολῆς νά κινήσωσι πάντα λίθον (ἂν ἐγώ ζῶν δέν τό κατορθώσω) διά νά ἐνδώσῃ ὁ Βασιλεύς, ὣστε ἀποκλειστικῶς ἐν τῇ σχολῇ ταύτῃ να διδάσκωνται, ὃσοι σκοπεύουσι νά ἐνδυθῶσι ἱερωσύνης ἒνδυμα, καί νά μήν εἶναι δεκτοί πρός ἱερωσύνην, εἰμή ὃσοι ἒχουν τακτικά ἀποδεικτικά, περί τῆς ἐν αὐτῇ σπουδῆς των» ἂρθρ. Διαθήκ. 78,)

Τοῦτο δέ συμβαίνει, διότι ἐκεῖνοι μέν οἱ ταχθέντες ὡς φρουροί ἂγρυπνοι τῆς ἀκριβοῦς ἐκπληρώσεως τῶν ὃρων τῆς Ριζαρείου διαθήκης ἢ ὃλως παραμελοῦσιν ἢ καί ἀντίθετα ἐνίοτε τῶν διά τῆς διαθήκης καί τοῦ κανονισμοῦ παραγγελλομένων ὁρίζουσι, μεγάλην οὓτω καί βαρεῖαν πρό τοῦ Ἒθνους καί τῶν ψυχῶν τῶν ἀοιδίμων Ριζαρῶν φέροντες τήν εὐθύνην· οὗτοι δέ, οἱ προαλειφόμενοι διά τό ἱερατικόν ἀξίωμα, ἐνίοτε καί πρό τῆς ἀποφοιτήσεως οὐ προσέχουσιν εἰς τοῦτο, μόλις δέ ἐξέλθωσι τῆς σχολῆς, ἀποβάλουσι τήν ἱεράν περιβολήν καί τήν λαϊκήν περιβάλλονται, εἰς ἂλλα συνήθως τρεπόμενοι ἒργα, προγενέστερα καί ἀνώτερα παραδείγματα ἐν ὂψει ἒχοντες. 

Διά ταῦτα ἀπόλυτος ἀνάγκη ὃ τι τάχιον νά καθορισθῶσιν ὑπό εἰδικῆς ἐπιτροπῆς τά τῆς Ριζαρείου σχολῆς συμφώνως πρός τήν ἱεράν ἐπιθυμίαν καί τόν ἃγιον καί ἐθνωφελῆ σκοπόν τῶν μεγάλων τοῦ ἒθνους εὐεργετῶν, τῶν ἀειμνήστων Ῥιζαρῶν. Ἀνάγκη νά κανονισθῇ ἡ ἡλικία τῶν εἰσερχομένων εἰς αὐτήν, νά νομοθετηθῇ, ὃπως οἱ ἐξ αὐτῆς ἀπολυόμενοι μή δύνωνται νά ἐγγραφῶσιν εἰς ἂλλην τινά σχολήν ἢ εἰς τήν θεολογικήν, πρός ἣν καί προπαρασκευάζονται, καί πρώτιστα πάντων νά φροντίσῃ ἡ πολιτεία περί τῶν ἐξ αὐτῆς ἀποφοιτώντων, ὡς μεριμνᾷ καί περί τῶν ἀποφοίτων τῆς στρατιωτικῆς καί ναυτικῆς σχολῆς. – Ταῦτα γράφομεν ἐξ ὑπερβαλλούσης ἀγάπης πρός τό εὐαγές καί ἐθνωφελές τοῦτο καθίδρυμα.

γ΄. Ἱερατικαί Σχολαί. Ἢδη ἂς ἐξετάσωμεν τάς ἐν τῷ κράτει ὑφισταμένας ἱερατικάς σχολάς. Ὡς γνωστόν, πρότερον ὑφίσταντο τέσσαρες τοιαῦται σχολαί, ἢδη ὃμως τρεῖς μόνον συντηροῦνται, τῆς ἐν Κερκύρᾳ διαλυθείσης δι’ ἒλλειψιν μαθητῶν (!). Ὁ ἀπό τοῦ 1856 ἒτους τήν ἳδρυσιν τῶν σχολῶν τούτων νομοθετήσας ἐξ ἀγαθοῦ ὑπέρ τῆς ἐκκλησίας σκοποῦ ὡρμήθη· δυστυχῶς ὃμως τό καλόν ἐάν μή καλῶς γένηται οὐκ ἒστι καλόν. Μετά τόν καταρτισμόν αὐτῶν αἱ ἱερατ. Σχολαί οὐδεμιᾶς ἒτυχον ἐπιβλέψεως, ὀ δέ κανονισμός αὐτῶν οὐ μόνον οὐδαμῶς ἐπί τά βελτίω ἐτροποποιήθη, ἀλλά καί μένει ὡς ἐξ ἀρχῆς συνετάχθη, τά ἐν τῇ ἐφαρμογῇ οὐδενός παρατηρήσαντος, τῆς δέ διευθυνούσης ταύτας ἐπιτροπῆς οὐδ’ ἃπαξ τοῦ ἒτους συνερχομένης. Ἡμεῖς παραλείποντες τάς πολλάς τῶν σχολῶν τοῦτων ἐλλείψεις, μίαν καί μόνον θέλομεν ἐκθέσει, ὃπως τό ἂσκοπον τούτων καταδειχθῇ.

Αἱ ἱερατικαί σχολαί συγκροτοῦνται, ὡς γνωστόν, ἐκ τριῶν τάξεων, ἐν αἷς διδάσκονται ἐκτός ἰδιαιτέρων τινῶν ἱερῶν μαθημάτων, προσφόρων πρός τό ἱερατικόν στάδιον, τά μαθήματα τοῦ ἑλληνικοῦ Σχολείου, ἃτινα ὃμως τόσον ἀτελῶς διδάσκονται, ὣστε οἱ ἐξερχόμενοι ἐκ τῶν σχολῶν τούτων, ἐάν δέν θέσωσιν εἰς κίνησιν τά δυστυχῶς συνήθη παρ’ ἡμῖν μέσα, δέν δύνανται νά καταταχθῶσιν οὒτε εἰς τό γυμνάσιον οὒτε εἰς τό διδασκαλεῖον. Κατατασσόμενοι δέ, ἀπολύονται οἱ πλεῖστοι ἡμιμαθεῖς, διότι στεροῦνται βάσεων στερρῶν, συγκεχυμένας τινάς ἒχοντας ἰδέας. Οἱ ἐκ τῶν ἱερατικῶν σχολῶν ἀποφοιτῶντες συνήθως ἒχουσιν ἡλικίαν κατωτέραν τῶν εἲκοσι ἐτῶν, ἑπομένως διά νά χειροτονιθῶσιν ἱερεῖς ἀπαιτοῦνται τό ὀλιγώτερον δέκα ἒτη μετά τήν ἀποφοίτησιν, καθόσον ὡς γνωστόν, κατά τούς ἱερούς κανόνας ὁ χειροτονούμενος εἰς τόν βαθμόν τοῦ πρεσβυτέρου δέον νά ἒχῃ ἡλικίαν τριάκοντα ἐτῶν. Κατά ταῦτα ὁ ἀπόφοιτος τῆς ἱερατικῆς σχολῆς εἶναι καταδεδικασμένος εἰς ἀργίαν ὁλόκληρον δεκαετίαν, τό κυριώτερον δηλ. χρονικόν διάστημα τοῦ ἀνθρωπίνου βίου. Καί ἐάν μέν ὁ ἀπόφοιτος οὗτος ἀνήκῃ εἰς εὒπορον οἰκογένειαν δυναμένην νά τρέφῃ αὐτόν ἀργοῦντα, κἂπως οἰκονομεῖται τό κακόν, εἰ καί ἐκ τῆς πολυχρονίου ἀργίας πολλά προέρχονται κακά, «τῆς ἀργίας οὒσης μητρός πάσης κακἰας» καί κατά τόν ποιητήν

Τίκτει γάρ οὐδέν ἐσθλόν εἰκαία σχολή.

Θεός δέ τοῖς ἀργοῦσιν οὐ παρίσταται.

Σοφοκλ. Ἰφιγ.

ἐάν δ’ ὁ ἀπόφοιτος ἀνήκῃ εἰς ἂπορον οἰκογένειαν, τότε καί ἐάν ἒχῃ οὗτος τήν ἀγαθήν διάθεσιν νά ἱερωθῇ, μή ἒχων τά πρός τό ζῆν ἐπιτήδεια, τρέπεται εἰς ἓτερον βιοποριστικόν ἒργον, εἰς ὃ ἐθιζόμενος διατελεῖ μέχρι τέλους, οὐδέν ἓτερον ἐκ τῆς τριετοῦς μαθητείας εἰς τήν ἱερατικήν σχολήν ἀποκτῶν ἢ τήν ἀπαλλαγήν ἐκ στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας πρός δόξαν τῶν ὑπέρ τῆς ἐκκλησίας καί τοῦ ἱεροῦ κλήρου μεριμνησάντων 1

(1Οὐ μόνον τά μαθήματα εἰς τάς ἱερατικάς σχολάς διδάσκονται ἀτελῶς, ἀλλά καί οἱ κ. καθηγηταί δέν δύνανται νά προθυμοποιῶνται εἰς τό ἒργον των, οὐδέ δύναταί τις νά ποιήσηται αὐτοῖς παρατήρησιν τινα, ἀφοῦ ἐπί ὁλοκλήρους δεκάδας μηνῶν καθυστερεῖται αὐτοῖς ὁ γλίσχρος μισθός !.) 

Ἐκ τῶν ἀνωτέρω καταδεικνύεται ἡ μέριμνα, ἣτις ἐλήφθη ὑπέρ τῆς μορφώσεως τοῦ κλήρου, οὐδένα ἂλλον ἐπιβαρύνουσα ἢ αὐτήν τήν πολιτείαν, τήν μετά τοσαύτης ἀστοργίας προσενεχθεῖσαν. Αἱ κατά καιρούς κατά τῶν κληρικῶν προσαπτόμεναι μομφαί δέον νά στραφῶσι κατ’ ἐκείνων, οἳτινες προσηνέχθησαν μετ’ ἀξιοποίνου πρός τήν Ἐκκλησίαν ἀστοργίας, συνέπειαν ἐχούσης τήν χαλάρωσιν τῶν κοινωνικῶν δεσμῶν, τήν ἀποσύνθεσιν αὐτῶν τῶν βάσεων τῆς κοινωνίας. Οὐαί εἰς τήν κοινωνίαν ἐκείνην τήν μή δροσιζομένην διά τῆς ζωηφόρου τοῦ Εὐαγγελίου αὒρας. Ἀλλοίμονον εἰς τήν κοινωνίαν ἐκείνην τήν μή καθοδηγουμένην εἰς τήν ὁδόν τῆς εὐσεβείας διά λειτουργῶν ἐναρέτων, ἀξίων τῆς κλήσεως καί τοῦ ὓψους τῆς ἑαυτῶν διακονίας.

Τήν κατάστασιν τῶν ἐκπαιδευτικῶν διά τόν ἱερόν κλῆρον σχολῶν κατά τό δυνατόν καταδείξαντες, καθῆκον ἡμῖν ἐπιβάλλεται νά ἐκφέρωμεν ἢδη καί τήν ἰδίαν ἡμῶν ταπεινήν γνώμην περί τῆς δυνατῆς αὐτῶν βελτιώσεως συμφώνως ταῖς ἀνάγκαις τῆς πατρίδος καί τῆς ἐκκλησίας· νομίζομεν δέ ὃτι δέον νά ἀρχίσωμεν οὐχί ἐκ τοῦ ἀνωτάτου ἐκπαιδευτηρίου, ἀλλ’ ἐκ τῶν κατωτάτων.

Ὡς κατεδείχθη αἱ ἱερατικαί σχολαί, οὖσαι ἀνεπαρκεῖς διά τάς ἀνάγκας τῆς ἐκκλησίας καί τοῦ ἒθνους, δέον νά διαλυθῶσιν, ἀντ’ αὐτῶν δέ νά ἱδρυθῶσι τρία διδασκαλεῖα, ἓν εἰς τήν Στερεάν, ἓτερον εἰς τήν Πελοπόννησον καί ἂλλο εἰς μίαν ἐκ τῶν νήσων. Εἰς τά διδασκαλεῖα ταῦτα, ἃπερ δύνανται προσφορώτερον ὠς ἐκ τοῦ σκοποῦ των νά ὀνομάζωνται ἱεροδιδασκαλεῖα, θά ἀποστέλλωνται ἐξ ὃλων τῶν δήμων τοῦ κράτους ἀναλόγως τοῦ πληθυσμοῦ των νέοι «καλήν μαρτυρίαν ἒχοντες ἀπό τῶν ἒξωθεν» καί προσόντα δι’ ἰδιαιτέρου κανονισμοῦ προσδιορισθησόμενα. Ἐν περιπτώσει δέ, καθ’ ἣν ἐξ ἑνός δήμου πλείονες παρουσιασθήσονται τοῦ ἀπαιτουμένου ἀριθμοῦ, τότε ὁ κλῆρος προσδιορίζει τούς προτιμηθησομένους. Ἐν τοῖς ἱεροδιδασκαλείοις δέον νά διδάσκωνται πάντα τά μαθήματα τά ἐν τοῖς σημερινοῖς διδασκαλείοις διδασκόμενα, πρός τούτοις δέ καί μαθήματα ἱερά ἀνάλογα δι’ ἐφημερίους τῶν χωρίων, δυναμένους καί τάς ἁγίας Γραφάς καλῶς νά ἐννοῶσι καί ἑρμηνεύωσι, καί ὁμιλίας διδακτικάς νά ἀπαγγέλλωσι, προσφόρως πρός τοῦτο προπαρασκευαζόμενοι. Τά ἱεροδιδασκαλεῖα ταῦτα δέον νά ἱδρυθῶσι μακράν τῶν πόλεων, νά ἐφορεύωνται δέ ὑπό ἐπιτροπῶν ἐχουσῶν πρόεδρον μέν τόν ἐγχώριον ἐπίσκοπον, μέλη δέ τόν ἱεροκήρυκα τοῦ νομοῦ, εἰς ὃν εὑρίσκεται τό ἱεροδιδασκαλεῖον, καί τόν νομάρχην. Οἱ διευθυνταί τῶν διδασκαλείων ἀνεξαιρέτως ἒσονται κληρικοί προεγνωσμένης εὐσεβείας καί αὐστηρῆς ἠθικῆς· οἱ δέ καθηγηταί δύνανται ἐν ἀνάγκῃ, δι’ ἒλλειψιν κληρικῶν, νά ὦσι καί κοσμικοί. Οἱ διευθυνταί καί καθηγηταί τῶν ἱεροδιδασκαλείων διορίζονται καί παύονται ὑπό τῆς Κυβερνήσεως προτάσει τῶν ἐφορευτικῶν ἐπιτροπῶν. Οἱ μαθηταί θά διαιτῶνται ἐν τοῖς ἱεροδιδασκαλείοις, φέροντες ὁμοιόμορφον ἱεράν περιβολήν καί ἀπαλασσόμενοι πάσης στρατιωτικῆς ὑποχρεώσεως. Μετά δέ τήν ἀποφοίτησίν των ἀμέσως διορίζονται δημοδιδάσκαλοι εἰς τούς δήμους των, ἐν καιρῷ δέ νυμφευόμενοι, προχειρίζονται κατά μέν τό εἰκοστόν πέμπτον ἒτος τῆς ἡλικίας των εἰς τόν βαθμόν τοῦ ἱεροδιακόνου, κατά δέ τό τριακοστόν εἰς τόν τοῦ πρεσβυτέρου, ὃτε καί διορίζονται ἐφημέριοι τῆς κώμης, ἐν ἧ διδάσκουσι· μή χειροτονούμενοι δέ δι’ οἱονδήποτε λόγον, παύονται τῆς δημοσίου ὑπηρεσίας, ἀπαγορεύεται αὐτοῖς οἱαδήποτε διδασκαλία καί ὑποχρεοῦνται νά ὑπηρετήσωσι τήν ἀνάλογον στρατιωτικήν ὑπηρεσίαν.

Ἐκ τῶν εὐδοκιμούντων ἐν τοῖς ἱεροδιδασκαλείοις φοιτητῶν οἱ ὀρεγόμενοι ἀνωτέρας ἐκκλησιαστικῆς παιδεύσεως καί θεωρούμενοι πρός τοῦτο ἐπιτήδειοι εἰσέρχονται εἰς τήν Ριζάρειον Σχολήν.

Ἡ Ριζάρειος ὃμως σχολή ἀποτυχοῦσα καί αὓτη, ὡς ἐρρήθη τοῦ ἱεροῦ σκοποῦ τῶν ἀειμνήστων αὐτῆς ἱδρυτῶν, δέον νά διοργανωθῇ οὓτως, ὣστε οἱ ἐκ τῶν ἱεροδιδασκαλείων ἐξερχόμενοι νά κατατάσσωνται εἰς τήν πρώτην αὐτῆς τάξιν, καί νά διδάσκωνται ἐν αὐτῇ τόσα μαθήματα, ὃσα εἶναι ἀναγκαῖα διά τούς ἐν τῷ Κράτει ἑλληνοδιδασκάλους, σχολάρχας, δευτεροβαθμίους ἱεροκήρυκας καί ἐφημερίους πόλεων. Οἱ ἀποφοιτῶντες ἐκ τῆς σχολῆς ταύτης εὐθύς διορίζονται εἰς μίαν ἐκ τῶν θέσεων τούτων (ἑλληνοδιδασκάλου, σχολάρχου, δευτεροβαθμίου ἱεροκήρυκος)· φθάνοντες δέ εἰς τήν κεκανονισμένην ἡλικίαν χειροτονοῦνται ἱεροδιάκονοι καί πρεσβύτεροι, διοριζόμενοι ἐν ταὐτῷ καί ὡς ἐφημέριοι τῶν πόλεων, ἒνθα διδάσκουσιν. Οἱ ἐκ τῶν μαθητῶν τῆς Ριζαρείου Σχολῆς διακρινόμενοι καί ἀνωτέρας ἐφιέμενοι παιδείας κατατάσσονται εἰς τήν θεολογικήν σχολήν τοῦ Πανεπιστημίου, μή ἐπιτρεπομένης ἂλλως τε τῆς ἐγγραφῆς των εἰς ἂλλην σχολήν, ὡς προείπομεν· μετά δέ τήν ἐκ τοῦ Πανεπιστημίου ἀποφοίτησιν διορίζονται εἰς μίαν τῶν ἀνωτέρων ἐκκλησιαστικῶν θέσεων ὡς καθηγηταί, ἱεροκήρυκες, γραμματεῖς κτλ. Ἐρχόμενοι δέ εἰς τήν νόμιμον ἡλικίαν προχειρίζονται κατά τά ἂνω ρηθέντα εἰς διακόνους καί πρεσβυτέρους καί τοποθετοῦνται καταλλήλως ἐν τῷ ἐσωτερικῷ ἢ καί ἀποστέλλονται εἰς τό ἐξωτερικόν εἰς ἐκκλησιαστικάς διακονίας· μή χειροτονούμενοι δέ και οὗτοι ἐγκαίρως, παύονται πάσης δημοσίου ὑπηρεσίας καί ἐκπληροῦσι τήν ὀφειλομένην στρατιωτικήν ὑποχρέωσιν. 

Εἰς τά ἀνωτέρω δύναταί τις νά παρατηρήσῃ, ὃτι κατά τό προτεινόμενον σύστημα ἡ κατωτέρα ἐκπαίδευσις κινδυνεύει νά περιέλθῃ εἰς τόν κλῆρον, καί ὃτι τό σύστημα τοῦτο ἀπεδοκιμάσθη ἂλλοτε διά λόγους ἀναπτυχθέντας παρά διαφόρων λογίων· ἑπομένως διά τούς αὐτούς λόγους οὐδέ νῦν δέον νά ἐπιδοκιμασθῇ. Ἐπιτραπήτω ἡμῖν νά παρατηρήσωμεν ὃτι τά προτεινόμενα ἐπιχειρήματα εἶνε ἐσφαλμένα, μή στηριζόμενα ἐπί ἀληθῶν βάσεων. Οἱ κατά τοῦ προτεινομένου συστήματος ἀντεπεξελθόντες, τρεῖς κυρίως προτείνουσι λόγους α΄) ὃτι οἱ ἱερεῖς εἰσίν ἀναρμόδιοι νά διδάξωσι τήν νεότητα, μή ἒχοντες τάς καταλλήλους γνώσεις, καί μή δυνάμενοι νά ἐπαρκέσωσι διά τῶν ἀτελῶν γνώσεών των εἰς τάς σημερινάς ἀπαιτήσεις τῆς δημοτικῆς ἐκπαιδεύσεως· β΄) ὃτι δέν συμβιβάζονται ἀμφότερα τά ἐπαγγέλματα, τό ἱερατικόν δηλ. καί τό διδασκαλικόν, εἰς ἓν καί τό αὐτό πρόσωπον, καί γ΄) ὃτι ἐπίκειται φόβος μή καθιερωθῇ καί ἐνισχυθῇ παρ’ ἡμῖν ἡ ἱεροκρατία. Εἰς τάς παρατηρήσεις ταύτας διά βραχέων ἀπαντῶμεν ὧδε. - Ὃσον μέν ἀφορᾷ εἰς τήν πρώτην παρατήσρησιν, παραδεχόμεθα καί ἡμεῖς ὃτι, ὡς ἒχουσι σήμερον οἱ ἱερεῖς, ὃλως ἀδυνατοῦσι νά ἀναλάβωσι τό δημοδιδασκαλικόν ἐπάγγελμα, θά ἦτο δέ μωρόν νά ἰσχυρίζηταί τις περί τοῦ ἐναντίου· ἡμεῖς ἐξαιτούμεθα νά χρησιμοποιηθῇ ὁ ἱερός κλῆρος εἰς τήν δημοτικήν ἐκπαίδευσιν, ἀλλ’ ἀφοῦ προηγουμένως οὗτος μορφωθῇ ἐν τοῖς ἱεροδιδασκαλείοις, ἀποφοιτῶν δέ ἐντεῦθεν θά πράττῃ τήν αὐτήν ἐργασίαν, ἣν οἱ σημερινοί δημοδιδάσκαλοι, μετά τοῦ πλεονεκτήματος ὃτι οἱ νέοι δημοδιδάσκαλοι θά ἐνσταλάζωσιν εἰς τάς ἁπαλάς καρδίας τῶν παίδων τήν εὐσέβειαν καί τήν ἀρετήν, αὐτοί πρῶτοι ὡς λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου τάς ἀρετάς ταύτας ἐξασκοῦντες. Ὃσον δ’ ἀφορᾷ εἰς τήν δευτέραν παρατήρησιν, ὁτι δέν συμβιβάζονται τά δύω ἐπαγγέλματα εἰς ἓν καί τό αὐτό πρόσωπον ἓνεκεν ἐλλείψεως χρόνου, τοῦτο δέν ἒχεται ἀληθείας. Μόνον ἐν περιπτώσει κηδείας ἢ ἀπροόπτου θανάτου δύναται ὁ ἱερεύς νά καταλίπῃ τήν διδασκαλικήν ἓδραν του, καί μεταβῇ ἐκεῖ, ἒνθα ὑψηλότερον πρός στιγμήν προσκαλεῖ αὐτόν καθῆκον· αἱ τοιαῦται ὃμως περιπτώσεις σπανιώτατα συμβαίνουσιν εἰς τάς πόλεις, ἒνθα ἡ στιγμιαία ἀπουσία ἀναπληροῦται ὑπό τῶν συναδέλφων, ἒτι δέ σπανιώτερον εἰς τάς κωμοπόλεις καί τά χωρία. Αἱ συνήθεις καί τακτικαί τῶν ἱερέων ἱεροτελεστίαι κατά τάς ἐργασίμους ἡμέρας τελεσιουργοῦνται πρό τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου καί μετά τήν δύσιν αὐτοῦ, τῶν γάμων καί τῶν βαπτίσεων τάς Κυριακάς καί τάς ἑορτάς συνήθως τελουμένων 1· Ἑπομένως ἂν συγκρίνῃ τις τάς ἀπουσίας μεταξύ κληρικῶν δημοδιδασκάλων καί λαϊκῶν, εὑρήσει ὃτι καί ὑπό τήν ἒποψιν ταύτην εἰσί προτιμότεροι οἱ κληρικοί, μή ἐπιτρεπομένης μάλιστα αὐτοῖς τής φοιτήσεως εἰς τά καφφενεῖα καί οἰνοπωλεῖα, ἒνθα πολλάκις πολύτιμος χρόνος τῶν λαϊκῶν διδασκάλων καταναλίσκεται πρός διπλῆν τῆς νεότητος ζημίαν. Ὃσον δ’ ἀφορᾷ εἰς τήν τρίτην παρατήρησιν, λυπούμεθα ταύτην ἀναγράφοντες οὐχί διά λογαριασμόν τῶν προτεινάντων αὐτήν, ἀλλά τῶν ἐξ ἂκρας ἐπιεικίας ταύτην ἀκροασαμένων.

1Οἱ καταφερόμενοι κατά τοῦ προτεινομένου συστήματος ἐφιλοτιμήθησαν νά πολλαπλασιάσωσι τάς καθημερινάς τῶν ἱερέων ἱεροτελεστίας. «Ὁ ἱερεύς, λέγουσιν, ἒχων ἐνορίαν ἐξ ἑκατόν οἰκογενειῶν, τετράκις τοὐλάχιστον τῆς ἡμέρας προσκαλεῖται εἰς τέλεσιν ἱεροῦ καθήκοντος· οἷον 1) βαπτίσματος, 2) γάμου, 3) εὐχῆς εἰς λεχώ, 4) κηδείας, 5) εὐχῆς εἰς ἀσθενῆ, 6) ἁγιασμοῦ, 7) εὐχελαίου, 8) εὐχῶν διαφόρων, 9) εὐχῶν διά νοσοῦντας, 10) λειτουργίας, 11) παρακλήσεως, 12) ἐξομολογήσεως, 13) μεταλήψεως, 14) ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας καί μυρίων ἂλλων». (Ἲδε πρακτ. εἰδικ. συνελεύσεως σελ. 22).) 

Οἱ κύριοι οὗτοι θέλουσιν τόν ἱερόν κλῆρον τεταπεινωμένον ἐκ φόβου μή ἐπικρατήσῃ παρ’ ἡμῖν ἱεροκρατία, ἐπιπροσθέτοντες, ὃτι ὃπου ἡ ἱεροκρατία ἐπεκράτησε, τά ἒθνη ἒμειναν στάσιμα. Φέρουσι δέ ὡς παραδείγματα «τούς Σίνας, τούς Ἰάπωνας, τούς Ἰνδούς, τούς Ἀσυρίους, τούς Χαλδαίους, τούς Αἰγυπτίους, τούς Ἑβραίους καί τούς Ῥωμαίους», δηλ. πάντας τούς λαούς τούς μή φωτισθέντας ὑπό τοῦ οὐρανίου φωτός τοῦ Εὐαγγελίου. Ὃπως δ’ οἱ κύριοι οὗτοι μετριάσωσι τό ἂτοπον τῶν ἀναφερομένων, ἀναφέρουσι τέλος καί τούς χρόνους τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, καθ’ οὓς ἑνεκεν θρησκευτικῶν ἐρίδων δεινά τινα συνέβησαν εἰς τό Βυζαντινόν κράτος. Ἡμεῖς ὃμως νομίζομεν, ὃτι τά δεινά ἐκεῖνα συνέβησαν ἀκριβῶς, οὐχί διότι ἐπεκράτει ὁ κλῆρος, ἀλλά διότι πολλοί τῶν αὐτοκρατόρων καταλιπόντες τήν πηδαλιουχίαν τοῦ κράτους κατηνάλισκον πολύτιμον χρόνον εἰς ἒριδας θρησκευτικάς καί ποίησιν τροπαρίων· ὣστε δίκαιον νομίζομεν εἶναι ἀντί νά καταμεμφώμεθα τοῦ κλήρου τοῦ πάντοτε ἐργασθέντος ὑπέρ τῆς πολιτείας, νά κατακρίνωμεν τούς ἂρχοντας ἐκείνους, οἳτινες ἐξελθόντες τῆς δικαιοδοσίας των καί εἰς ἀλλότρια καθήκοντα ἀναμιχθέντες, καί τήν πολιτείαν ἒβλαψαν καί τήν ἐκκλησίαν ἐξουθένισαν. Ὃτι δε ὁ κλῆρος δύναται ἐπιτυχέστερον νά διδάσκῃ καί διαπαιδαγωγῇ τήν νεότητα, ἀπόδειξις ἐναργής εἶναι ὃτι τοσοῦτοι καί σήμερον διδάσκουσι κληρικοί ὠς σχολάρχαι, καθηγηταί, ἑλληνοδιδάσκαλοι καί δημοδιδάσκαλοι, καί ὃμως οὐ μόνον δέν παρακωλύονται ἐκ τῶν θρησκευτικῶν καί ἐφημεριακῶν αὑτῶν καθηκόντων, ἀλλ’ οὐδέ παράπονόν τι κατ’ αὐτῶν ποτε ἠγέρθη. Ἐάν δέ οἱ κληρικοί μορφωθῶσιν, ὡς σήμερον μορφοῦνται οἱ δημοδιδάσκαλοι, τότε ἐκτός τοῦ ὃτι ὁ κλῆρος ἐπιτυχῶς θά ἐπαγγέλληται τόν δημοδιδάσκαλον ἀνυψούμενος ταὐτοχρόνως ἐκ τῆς σημερινῆς αὐτοῦ εὐτελείας καί καταπτώσεως, ἀλλά καί ἡ νεολαία εὐσεβεστέρα ἀποβήσεται καί ἠθικωτέρα ἐπ’ ἀγαθῷ τῆς σήμερον ἐν τῇ κακίᾳ κυλινδουμένης κοινωνίας. Ὃτι δέ τό προτεινόμενον σύστημα ἓξει μέν εὐεργετικήν διά τό ἒθνος τήν ἐνέργειαν, οὐδόλως δέ προσκόπτει ὑπό τοῦ ἱεροῦ κλήρου ἐφαρμοζόμενον, μαρτυρεῖ καί εἷς τῶν μάλιστα καταφερομένων. «Καί ἐδίδαξαν μέν ἐν ταῖς σχολαῖς ἐκείναις τήν ἑλληνικήν νεότητα καί πολλοί κληρικοί, ἀλλ’ οὗτοι μετά τῶν θρησκευτικῶν γνώσεων κατεῖχον ἑλληνικήν παιδείαν καί μάθησιν, καί ἢντλουν καί ἐξ αὐτῆς ὡς καί ἐκ τῆς εὐρωπαϊκῆς ἐπιστημονικῆς μαθήσεως νάματα καθαρά καί διαυγή σοφίας». Καί παρακατιών λέγει ὁ αὐτός κύριος «ὁ ἐφημέριος πρέπει ἀναγκαίως νά κατηχῇ τούς παῖδας καί διδάσκῃ αὐτούς τήν ἠθικήν ἐν τῷ οἲκῳ καί ἐν τῷ ναῷ καί ἐν τῇ σχολῇ», ἀκριβῶς δηλ. ὃπερ καί ἡμεῖς ὡς σωστικόν συνιστῶμεν.

Καί τοσαῦτα μέν περί τῶν τυχόν ἀντιταχθησομένων παρατηρήσεων. Ὃσον δ’ ἀφορᾷ εἰς τά καθέκαστον τῶν προτεινομένων ἱεροδιδασκαλείων καί λοιπῶν μεταρρυθμίσεων, ταῦτα κανονισθήσονται παρ’ εἰδημόνων δι’ ἰδιαιτέρων κανονισμῶν καί διά νόμων νομιμοποιηθήσονται. Νομίζομεν δέ ὃτι μόνον οὓτω δύναται καί ἡ ἐκκλησία νά ἀνυψωθῇ καί ἡ κοινωνία βαθμηδόν καί κατ’ ὀλίγον νά ἐπανέλθῃ εἰς τήν ἀπολεσθεῖσαν τῆς ἠθικότητος ὁδόν, ἐξ ἧς τοσοῦτον ἀπεμακρύνθη, συνεχίζουσα τό ἐκπολιτιστικόν αὑτῆς ἒργον.

Εἶναι λίαν λυπηρόν νά διασχίζωσι τό ἒδαφος τῆς ἡμετέρας πατρίδος διάφοροι ῥασοφόροι εἰς διάφορα πολυώνυμα προπαγανδῶν τάγματα ἀνήκοντες, καί σκοπόν κύριον ἒχοντες οὐχί τήν διάδοσιν τῆς εὐσεβείας, ἧς οὗτοι στεροῦνται, ἀλλά τήν καταδολίευσιν τῶν ἐθνικῶν πόθων καί συμφερόντων, τήν διατάραξιν τῶν συνειδήσεων καί τόν διχασμόν τῶν κοινωνιῶν· ἡμεῖς δέ οὐ μόνον οὐδαμῶς νά κινώμεθα, εἰς τήν τύχην ἀφίνοντες τό οὐσιωδέστερον καί ἐθνωφελέστερον τῶν καθηκόντων, ἀλλά καί νά διαμφισβητῶμεν τοῖς οἰκείοις ὡς ἐπιβλαβές καί ἀσύμφορον ὃ,τι δέν ἀρνούμεθα τοῖς ξένοις, τοῖς ἐπιβουλευομένοις ἡμᾶς καί τήν ἡμετέραν πατρίδα. Διά τῆς ῥιζικῆς ταύτης μεατρρυθμίσεως οὐ μόνον ἐν τῇ ἐλευθέρᾳ Ἑλλάδι τό θρησκευτικόν αἲσθημα ἀνυψωθήσεται καί ὁ λαός διαφωτιζόμενος ἂρξεται βαδίζων τήν βασιλικήν ὁδόν, ἀλλά καί οἱ ἀδελφοί ἡμῶν, οἱ μή ἀναπνέοντες εἰσέτι τήν πολύτιμον τῆς ἐλευθερίας αὒραν διά κληρικῶν λογίων καί εὐσεβῶν, ἐντεῦθεν ἀποστελλομένων, θέλουσι μετέχει ἀνωτέρας εὐσεβοῦς καί ἑλληνοπρεποῦς μορφώσεως. Εἶναι ἀπελπιστικόν ἡ Μακεδονία, ἡ Θρᾀκη, ἡ Ἢπειρος, ἡ μικρά Ἀσία, αὐταί αἱ νῆσοι νά καταπλημμυρῶνται παρά διαφόρων ῥασσοφόρων, πολιτικά συμφέροντα μᾶλλον ἢ θρησκευτικά ὑπηρετούντων, καί ἡ ἐλευθέρα Ἑλλάς ἡ ἀναμφισβήτητα δικαιώματα ἒχουσα ἐπί τῶν χωρῶν τούτων νά ἐγκαταλείπῃ ἀπροστατεύτους γνησίους ἀδελφούς λυμαινομένους ὑπό διαφόρων συμφεροντοσκόπων. 

Ἀλλ’ ἐκτός τῶν ἀνωτέρω ἀγαθῶν, διά τοῦ προτεινομένου συστήματος μέγα ἀνοιχθήσεται στάδιον καί ἐκτός τῆς ἐλευθέρας καί δούλης Ἑλλάδος διά τόν ἱερόν ἡμῶν κλῆρον. Ὑπάρχει στάδιον ἐνεργείας εἰς ἃπαντα τόν πεπολιτισμένον κόσμον, ἐκεῖ δηλ. ὃπου ἡ δραστηριότης καί ἡ φιλοπονία τῆς ἡμετέρας φυλῆς προσκαλεῖ τούς υἱούς τῆς πατρίδος πρός ἐργασίαν. Ἐν Τουρκίᾳ, Ῥωσσίᾳ, Ῥωμανίᾳ, Ἰταλίᾳ, Αὐστρίᾳ, Ἀγγλίᾳ καί Ἀμερικῇ ὑπάρχουσι χιλιάδες Ἑλλήνων, ἐξ ὧν ὀλίγιστοι ἀκροῶνται εἰς τήν πατρῲαν γλῶσσαν ἀναγινωσκόμενον Εὐαγγέλιον, οἱ περισσότεροι δέ ἓνεκεν τῆς ἀμελείας τῆς μητροπόλεως οὒτε κἂν ἀκούουσι τό Εὐαγγέλιον· βαθμηδόν καί κατ’ ὀλίγον αἱ τοσαῦται τῶν ἡμετέρων ἀδελφῶν χιλιάδες, καταπνιγόμεναι ἒνθεν μέν ὑπό τῆς πλειονότητος τοῦ ἐν ὧ κατοικοῦσι λαοί, ἒνθεν δέ δι’ ἒλλειψιν ἑλληνοπρεποῦς διδασκαλίας, ἐκφυλίζονται ὃλως, τροποποιοῦντες ἃμα καί τήν κατάληξιν τοῦ ἰδίου αὑτῶν ἐπωνύμου. Πόσοι διακρινόμενοι ἐπί πλούτῳ, ἐπί στρατιωτικῇ ἱκανότητι, ἐπί πολιτικῇ ἐμβριθείᾳ δέν ἒπαυσαν ἐν τῷ ἐξωτερικῷ πρό πολλοῦ νά ὀνομάζωνται ἓλληνες ἒνεκεν τῆς ἀμελείας τῆς ἑλλην. κυβερνήσεως! Ἐνῷ ἀπ’ ἐναντίας ἂξιοι λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου τόν ἲδιον προορισμόν συναισθανόμενοι, καί ἂνευ ἐπιδιώξεως συμφερόντων προσβαλλόντων τινά, μεγάλως δύνανται νά ὠφελήσωσι τήν ἡμετέραν Πατρίδα καί ἀναβιβάσωσιν αὐτήν εἰς τήν προσήκουσαν θέσιν, ἀποστελλόμενοι ὡς ἐφημέριοι καί διδάσκαλοι εἰς τό ἐξωτερικόν.

Ἲσως τις παρατηρήσει ὃτι ἡ ἀποστολή λογίων κληρικῶν εἰς μέν τά ὀρθόδοξα κράτη ἢ ἐκεῖ, ἒνθα εἰσί κέντρα ὀρθοδόξων, εἶναι περιττή, ἀφοῦ ἐκεῖ ὀρθοδόξως διδάσκεται τό Εὐαγγέλιον, εἰς δέ τά μή ὀρθόδοξα, ἐμερίμνησαν ἢδη ὃπου εὑρίσκονται ἓλληνες, ὃπως ἱδρύσωσιν ἐκκλησίας καί προσλάβωσιν ἱερεῖς τελεσιουργούς τῶν θείων μυστηρίων, Εἰς τήν παρατήρησιν ταύτην ἀντιπαρατηροῦμεν, ὃτι πάντα τά ἒθνη πανταχοῦ ἀποστέλλουσιν ἰδίους κληρικούς, ὃπως οὗτοι μεριμνήσωσι καί θρησκευτικῶς περί τῶν ὑπηκόων των, διαθερμαίνοντες ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν τήν πρός τήν πατρίδα ἀγάπην καί ἀφοσίωσιν. Ὃσον δ’ ἀφορᾷ εἰς τά μή ὀρθόδοξα κράτη, λέγομεν, ὃτι εἰς πολλά μέρη οὒτε ἱερεῖς ἐστάλησαν, οὒτε ἱεροί ναοί ἱδρύθησαν· εἰς ἐκεῖνα δέ τά μέρη ἡ ἑλληνική φιλοπατρία συνέστησε κοινότητας καί ἳδρυσε ναούς καί διατηρεῖ ἱερεῖς, παρατηροῦμεν ὃτι ὡς ἐπί τό πολύ οἱ ἱερεῖς οὗτοι περιορίζονται εἰς τήν ἐκτέλεσιν τῶν θρησκευτικῶν αὑτῶν καθηκόντων ἀδιαφοροῦντες ὃλως περί ἀνωτέρων σκοπῶν. Οἱ ἱερεῖς οὗτοι, οὐδένα δεσμόν ἒχοντες μετ’ ἀνωτέρας τινός ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, οὐ σπανίως παραίτιοι πολλῶν σκανδάλων γίνονται· πολλάκις μάλιστα σκοπόν ἒχοντες οἱ ἱερεῖς οὗτοι μόνον τήν ἐπισώρευσιν ἀργυρίων, μετά τήν πρόσκτησιν τούτων ζῶσιν ἀνεξαρτήτως βίον λαϊκόν ἐν μέσῃ Εὐρώπῃ. Οἱ τοιοῦτοι ἑπομένως ἱερεῖς οὐ μόνον τόν ἑαυτῶν προορισμόν δέν ἐκπληροῦσιν, ἀλλά γίνονται πολλάκις καί παραίτιοι μεγάλης ζημίας τῇ τε ἐκκλησίᾳ καί τῇ πατρίδι. Ὡς ἐκ τούτου νομίζομεν ὃτι ἡ πολιτεία μετά τῆς ἐκκλησίας συνεννοουμένη δέον νά διοργανώσῃ σύστημα ὡς πρός τάς ἀποστολάς ἱερέων εἰς τό ἐξωτερικόν δυναμένων μεγάλας ὠφελείας νά παράσχωσι τῇ πατρίδι. Αἱ ὠφέλειαι αἱ προκύψουσαι ἒκ τε τῆς μορφώσεως τοῦ ἱεροῦ κλήρου καί ἐκ τῆς τοιαύτης αὐτοῦ διοργανώσεως ἒσονται ἀνυπολόγιστοι. Ἡ πεῖρα ὢφειλε νά διδάξῃ ἡμᾶς νά μήν παραμελήσωμεν τῆς μεγάλης αὐτῆς δυνάμεως. Μεγάλα ἒθνη, ὑπέροχον ἐν τῷ κόσμῳ θέσιν ἒχοντα, ἒδει νά ὦσιν ὑπογραμμός ὑμῖν. Ἲσως ἐν τοῖς ἒθνεσι τούτοις οἱ τάς τύχας των διευθύνοντες δέν διακρίνονται ἐπί εὐσεβείᾳ καί μεγάλῃ πρός τόν κλῆρον στοργῇ, καί ὃμως οὐ μόνον οὐδαμῶς ὠλιγώρησαν τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς τῶν λαῶν, ὦν προΐστανται, ἀλλά καί συστηματικώτερον ταύτην διωργάνωσαν. Γινώσκοντες δέ οἱ τῶν μεγάλων ἐθνῶν ἰθύντορες τήν μεγάλην ἐκπολιτιστικήν τοῦ κλήρου δύναμιν, πανταχοῦ τῆς ὑφηλίου ὑποστηρίζουσι τοῦτον, κερδίζοντες ἐκ τῆς πνευματικῆς ἐργασίας του πολλάκις περισσοτέρας πολιτικάς ὠφελείας ἢ ὃσας διά τῶν στρατιῶν καί τῶν στόλων των. Ἡμεῖς δέ οἱ καυχώμενοι, ὃτι κατέχομεν τήν ἀλήθειαν, οὐ μόνον οὐδέν πράττομεν πρός διάδοσιν ταύτης, ἀλλά καί τούς περί αὐτῆς λέγοντας ἀποκρούομεν, ἐφ’ ᾧ λόγον ἀποδώσομεν τοῖς μακαρίοις ἡμῶν πατράσιν ἐπί τῇ τηλικαύτῃ ἀναλγησίᾳ, ἡ δέ ἱστορία οὐκ ἀγαθά περί ἡμῶν τοῖς μεταγενεστέροις λαλήσει.

__________________________

Γ΄

Περί τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας.

Ἓν τῶν ζητημάτων, ἃτινα δέον νά ἀπασχολήσωσι τήν προσοχήν τῆς πολιτείας καί ἰδίᾳ τῶν κ. ἀντιπροσώπων τοῦ ἒθνους, εἶναι καί τό περί τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία ἀπό τῶν ἀρχαιοτάτων τοῦ χριστιανισμοῦ χρόνων μέχρις ἐσχάτων διηυθύνετο παρά τῶν ἐπισκόπων συμφώνως τοῖς ἱεροῖς κανόσιν (Ἀποστ. καν. λκ΄.). Οἱ ἱεροί κανόνες, οἱ παρά τοῦ ἡμετέρου συντάγματος περιφρουρούμενοι, λεπτομερῶς διαγράφουσι τόν τρόπον διαχειρίσεως τῆς περιουσίας ταύτης, προνοήσαντες περί τῆς πλήρους αὐτῆς ἐξασφαλίσεως. Ὃπως δέ μή ὁ ἐπίσκοπος κατά τό δοκοῦν διαχειρίζηται τήν ἱεράν περιουσίαν, ἀφιερωμένην ἀποκλειστικῶς οὖσαν διά τάς ἀνάγκας τῆς ἐκκλησίας, παραγγέλλεται παρά τῶν ἱερῶν κανόνων νά διορίζῃ οἰκονόμους, δυναμένους μετ’ εὐλαβείας κατά γνώμην τοῦ ἐπισκόπου νά διαχειρίζωνται τήν περιουσίαν ταύτην, οἰκονομοῦντες τάς ἐκκλησιαστικάς ἀνάγκας (Δ΄ Οἰκ. Σύνοδ. καν. κς΄.). Τόσον δ’ ἧν σπουδαία ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ καθήκοντος τούτου, ὣστε ἐν περιπτώσει, καθ’ ἣν ὁ Μητροπολίτης ἢ ὁ Ἐπίσκοπος παρέλειπε τήν ἀκριβῆ τούτου ἐκπλήρωσιν, τότε ἐν μέν τῇ Μητροπόλει διώριζεν ὁ Πατριάρχης οἰκονόμον, ἐν δέ τῇ ἐπισκοπῇ ὁ Μητροπολίτης (Ζ΄ Οἰκ. Σύν. καν. ια΄). Ὁ οἰκονόμος δ’ οὗτος ἦν ὑπόχρεως «κατ’ ἐνιαυτόν νά παρατίθηται λόγον τῆς αὑτοῦ διοικήσεως τῷ ἐπισκόπῳ καί ἀποδίδωσιν, εἲτε φανῇ βλάψας ἢ κερδάνας». Ἐν περιπτώσει δέ, καθ’ ἣν οὗτος ἀπέθνησκε, πρίν ἢ δώσῃ τήν ὀφειλόμενην λογοδοσίαν, ὑπεχρεοῦντο πρός τοῦτο οἱ κληρονόμοι αὐτοῦ. (Νομοκ. τίτλ. ι΄, κεφ. α΄). Ὃπως δέ τά κτήματα καί τά τούτων εἰσοδήματα ἐν ασφαλείᾳ ὦσι, τιμίως διαχειριζόμενα, οἱ πρεσβύτεροι καί οἱ διάκονοι τῆς ἐπισκοπῆς εἶχον οὐ μόνον δικαίωμα, ἀλλά καί καθῆκον νά λαμβάνωσιν ἀκριβῆ γνῶσιν ἁπάσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ὣστε ἐν περιπτώσει θανάτου τοῦ ἐπισκόπου ὃλος ὁ κλῆρος τῆς ἐπισκοπῆς ἐγίνωσκε τίνα περιουσίαν ἡ ἐκκλησία ἐκέκτητο (Ἀντιοχ. κδ΄), καί ἑπομένως δυσχερῶς ἠδύνατό τις νά σφετεριστῇ τι· ἀνακαλυπτόμενος δέ τις ὡς καταχραστής ἀμμέσως ἢ ἐμμέσως ἀνεθεματίζετο (Τάγρας ζ΄). Τοσαύτη δέ ἡ αὐστηρότης ἐπεκράτει εἰς τήν συντήρησιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ὣστε μόνον ἐν μεγίστῃ τῆς ἐκκλησίας ἀνάγκῃ ἐπετρέπετο ἡ ἀπαλλοτρίωσις ἐκκλησιαστικοῦ κτήματος πρός ἐξοικονόμησιν ἐκκλησιαστικῶν ἀναγκῶν. Ἐν τῇ περιστάσει ὃμως ταύτῃ ὁ ἐπίσκοπος ὢφειλε νά συνεννοηθῇ τοῖς πλησιοχώροις ἐπισκόποις, δικαιολογῶν τήν ἐκποίησιν ὡς ἀναγκαίαν καί λαμβάνων τήν τούτων συγκατάθεσιν, ὃπως ἐν τῇ συνερχομένῃ ἐτησίᾳ τοπικῇ συνόδῳ ἀποχρώντως δικαιολογηθῇ ἡ ἐκποίησις (Καρθαγ. λδ΄). Σημειωτέον δέ ὃτι πολλάκις ἐν ταῖς ἐκκλησίαις παρουσιάζοντο ἒκτακτοι ἀνάγκαι, καθ’ ὃσον οὐ μόνον ἡ ἀξιοπρεπής συντήρησις τῶν ἱερῶν ναῶν, τῶν σχολείων, τῶν βιβλιοθηκῶν, καί τῶν ἂλλων πρός μόρφωσιν ἱδρυμάτων, ἦν ἀνατεθειμένη τῇ ἐκκλησίᾳ, ἀλλά καί τά πτωχοκομεῖα, τά ὀρφανοτροφεῖα, τά γηροκομεῖα, τά βρεφοκομεῖα, καί τά ξενοδοχεῖα ὑπό τῆς ἐκκλησίας συνετηροῦντο.

Καί ἂλλαι λεπτομερέστεραι προφυλάξεις ὑπέρ τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ὑπό τῶν ἱερῶν κανόνων προβλέπονται. Ὃσον δέ ἐπιμελέστερον διεξέρχεταί τις τήν ἐκκλ. ἱστορίαν καί τούς ἱερούς κανόνας, τοσοῦτον θαυμάζει ἀφ’ ἑνός μέν τήν συνετήν πρόνοιαν τῶν ἁγ. Πατέρων ὑπέρ τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας καί τήν εὐσέβειαν τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν αἳτινες ἐπεκύρωσαν τούς ἱερούς ἐκείνους νόμους καί μέχρις ἐσχάτων ἐπροστάτευσαν τούτους, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν σημερινήν ἀνευλάβειαν καί ἀστοργίαν ἡμῶν πρός τε τούς ἱερούς κανόνας καί τήν ἱεράν περιουσίαν. Πάντες γνωρίζομεν καί ἀναμολογοῦμεν, ὃτι καί κατά τοῦτο καθυστεροῦμεν οὐ μόνον τῶν Πατέρων ἡμῶν, ἀλλά καί τῶν ἂλλων ἐκκλησιῶν. Πρός μικράν ἐπανόρθωσιν τοῦ κακοῦ τούτου προτείνομεν τάδε·

Ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία δύναται νά διαιρεθῇ εἰς μοναστηριακήν περιουσίαν καί εἰς περιουσίαν τῶν ἐνοριακῶν ναῶν.

Ἐκτός τῶν ἐν Ἑπτανήσῳ καί Θεσσαλίᾳ ἱερῶν μονῶν ὑπῆρχον ἐν τῷ Κράτει 543 μοναί μετά τήν ἐκ τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 21 ἀποκατάστασιν. Ἑκάστη τούτων ἐκέκτητο κατά τό μᾶλλον καί ἧττον ἀρκετήν περιουσίαν δυναμένην νά συντηρήσῃ καί ἑαυτήν καί ἒρχηται ἐνταυτῷ καί ὡς ἀρωγός εἰς τάς πολλαπλάς τῆς ἐκκλησίας ἀνάγκας. Ἡ πολιτεία ὃμως ἃμα τῇ συστάσει αὐτῆς, οὐδόλως λαβοῦσα ὑπ’ ὂψιν τούς ἱερούς τῆς Ἐκκλησίας Κανόνας, τήν ἀρχαίαν τῆς Ἐκκλησίας διοίκησιν καί τάξιν, καί τόν τρόπον καθ’ ὃν ἀλλαχοῦ αἱ μοναί συντηροῦνται καί τά εἰσοδήματα αὐτῶν χρησιμοποιοῦνται, δι’ ἑνός διατάγματος ἐκ τῶν 543 ἱερῶν μονῶν διέλυσε τάς 412. Ἐνταῦθα δέν προτιθέμεθα νά ἐκθέσωμεν οὒτε τόν τρόπον τῆς διατάξεως, οὒτε τόν τρόπον τῆς ἐκποιήσεως τῶν κινητῶν καί ἀκινήτων κτημάτων τῶν ἱερῶν μονῶν, οὒτε τήν χρησιμοποίησιν τοῦ τιμήματος. Τοῦτο μόνον ἀρκούμεθα νά εἲπωμεν, ὃτι πάντα ταῦτα ἐγένοντο τοσοῦτον σκανδαλωδῶς καί μετά τηλικαύτης ἀνευλαβείας, ὣστε οἱ ταῦτα ἐνεργήσαντες ἠδύναντο νά θεωρηθῶσι μᾶλλον ὡς κατακτηταί ἀλλόφυλλοι καί ἑτερόθρησκοι ἢ ὡς χριστιανοί αὐτόχθονες καί ὀρθόδοξοι.

Μετά τήν διάλυσιν τῶν 412 ἱερῶν μονῶν ὑπελείφθησαν 131, ἐκτός τῶν ἐν Ἑπτανήσῳ καί Θεσσαλίᾳ, ἀνερχομένων καί τούτων εἰς 72, θεωρηθεῖσαι ὡς δυνάμεναι νά συντηρηθῶσι καί βιώσωσι. Δυστυχῶς ὃμως τό ἐξευρεθέν νέον τῆς διοικήσεως τῶν μονῶν τούτων σύστημα εἶναι τοσοῦτον πλημμελές, ὣστε ἐάν δέν ληφθῇ ἒγκαιρος περί τούτων πρόνοια, μικρόν κατά μικρόν καί αὗται διαλυθήσονται πρός μεγάλην ζημίαν τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἒθνους, καί χωρίς νά προκύψῃ οὐδεμίᾳ ὠφέλεια ὑπέρ τῆς πολιτείας ἢ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ κανονισμός ὁ διέπων τά τῆς διοικήσεως τῶν Μονῶν ἐπεκυρώθη διά Β. διατάγματος τοῦ 1859, τοῦ καταστατικοῦ νόμου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου λέγοντος μόνον, ὃτι ὁ ἐπίσκοπος «προσέχει εἰς τήν πνευματικήν κατάστασιν τῶν ἱερῶν μοναστηρίων καί εἰς τήν κατά τούς μοναστηριακούς ὃρους διαγωγήν τῶν ἐν αὐτοῖς μοναζόντων, πρός δέ καί εἰς τήν εὐτρέπειαν τῶν ἐν αὐτοῖς ναῶν» (Νόμος Σ΄ ἀριθ. Η.). Ἐνῷ δέ ἡ κατά τούς ἱερούς κανόνας διαχείρησις τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας εἶχεν ἀνατεθῆ εἰς τούς Ἐπισκόπους, ἀφῃρέθη νῦν ὃλως ἀπ’ αὐτῶν, ἀνατεθεῖσα εἰς τριμελές συμβούλιον, ἡγουμενοσυμβούλιον καλούμενον, ὃπερ διά φανερᾶς ψηφοφορίας ἐκλέγεται ἐκ τῆς πλειονότητος τῶν μοναχῶν, ἀφαιρεθείσης παρά τῶν ἐπισκόπων διά νεωτέρου διατάγματος καί αὐτῆς τῆς ἐξελέγξεως τῶν ἀπολογισμῶν καί προϋπολογισμῶν, καί ἀνατεθείσης καί ταύτης εἰς τριμελῆ ἐκ κοσμικῶν ἐπιτροπήν.

Ἲσως τις παρατηρήσει, ὃτι διά τοῦ τρόπου τούτου κάλλιον αἱ μοναί διευθύνονται, ἡ δ’ ἐκκλησιαστική περιουσία διατελεῖ μᾶλλον ἐξησφαλισμένη. Μετά θλίψεως παρατηροῦμεν ὃτι ἡ παρατήρησις δέν εἶναι ὀρθή. Εἶναι γνωστόν ὃτι τό εἰσόδημα τῶν μή διαλυθεισῶν μονῶν ἀνέρχεται εἰς πολλάς ἑκατοντάδας χιλιάδων δραχμῶν, ὁ δ’ ἀριθμός τῶν μοναχῶν ἐλάχιστος ὢν ὁσημέραι ἐλαττοῦται. Ἐνῷ δ’ εἰς προγενεστέρας ἐποχάς οὐ μόνον ἐπήρκουν τά μοναστηριακά εἰσοδήματα πρός διατροφήν τετραπλασίων μοναχῶν, ἀλλά καί πλεῖσται ὃσαι ἀγαθοεργίαι ἐξετελοῦντο, ἢδη ὁ μικρός οὗτος τῶν μοναχῶν ἀριθμός πένεται, στερούμενος πολλάκις καί τῶν ἀπαραιτήτων ἀναγκαίων. Χρέη δέ, ὃλως ἂγνωστα ἂλλοτε ταῖς μοναῖς, ἢδη καταθλίβουσιν αὐτάς, καί παραλυσία ἀπίστευτος διακρίνει τάς πλείστας ἐκ τῶν ἂλλοτε τόσον καλῶς συντεταγμένων ἱερῶν κοινοτήτων. Τά εἰσοδήματα τῶν πλουσιωτέρων μονῶν ἀντί νά χρησιμοποιῶνται εἰς ἀνάγκας ἐκκλησιαστικάς, κατασωτεύονται εἰς συνδρομάς καί βοηθείας ἀνθρώπων, οὐδεμίαν πολλάκις ἐχόντων ἀνάγκην βοηθείας, εἰς ἐκπαίδευσιν νέων πᾶν ἂλλο ἢ εὐσεβῶν, ἐκπαιδευομένων δαπάνῃ τῶν μονῶν εἰς πᾶσαν ἂλλην ἐπιστήμην ἐκτός τῆς Θεολογίας. Ἀφ’ ὃτου δέ ἐτέθη εἰς ἐνέργειαν τό σχετικόν ἂρθρον τοῦ διατάγματος «περί διοικήσεως τῶν διατηρουμένων μοναστηρίων καί περί διαχειρίσεως τῆς περιουσίας αὐτῶν», ἡ διαίρεσις, ἡ πηγή αὓτη τῆς καταστροφῆς, ἐκραταιώθη ἐν ταῖς μοναῖς, οἱ δέ μοναχοί εἰς δύο ἐχθρικά στρατόπεδα διαιρούμενοι ἀλληλομαχοῦσι, περί οὐδενός ἂλλου μεριμνῶντες ἢ περί τῆς ἐκπορθήσεως τῆς ἐξουσίας, τῆς μέν ἰσχυούσης μερίδος καταπιεζούσης τήν ἀποτυχοῦσαν καί κατασπαθιζούσης την ἐκκλ. περιουσίαν πρός ἐδραίωσιν αὑτῆς ἐν τῇ ἀρχῇ· τῆς δέ ἀποτυχούσης μετερχομένης πᾶν μέσον πρός ἀνατροπήν τῶν τά τῆς μονῆς διευθυνόντων. Ἐντεῦθεν καί ἐξ ὃσων ἂλλων ἀδυνατοῦμεν ἐνταῦθα νά μνημονεύσωμεν, γοργῷ τῷ βήματι αἱ Μοναί βαίνουσιν εἰς τελείαν ἀποσύνθεσιν, ἀποδειχθείσης τῆς μέν διοικήσεως τούτων κατά τό Β. διάταγμα καταστρεπτικῆς, τῆς δέ ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας διασκορπιζομένης ἂνευ λόγου καί ἂνευ σκοποῦ.

Ἀλλά μή καί ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία τῶν ἐνοριακῶν ναῶν εἶναι εἰς καλλιτέραν κατάστασιν; Κατά τάς ἀπαισίας τῆς δουλείας ἡμέρας ἐκ τοῦ εἰσοδήματος τοῦ περιαγομένου δίσκου ἐν τοῖς ναοῖς διετηροῦντο τό σχολεῖον, τό νοσοκομεῖον, οἱ ἱερεῖς, οἱ διάκονοι, οἱ ψάλται, αὐτή ἡ Ἐκκλησία, ἣτις καί ἐτέλει ἲδιον φόρο, ἐμβατίκιον. Καί σήμερον διά τοῦ περιαγομένου δίσκου ἐν τοῖς Ναοῖς διατηροῦνται πάντα τά ἐν τῇ Τουρκίᾳ ἀκμάζοντα σχολεῖα, τά δημοτικά, τά σχολαρχεῖα, τά γυμνάσια, τά παρθεναγωγεῖα, τά νοσοκομεῖα καί τά λοιπά τῆς φιλανθρωπίας καταστήματα. Πρό τῆς ἑνώσεως τῆς Θεσσαλίας, ἒλεγεν ἡμῖν ἀγαθός ἱεράρχης, μή εὑρισκόμενος νῦν ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ, ὃτι διά τῶν δίσκων διετηροῦντο ὃλα τά ἐκπαιδευτικά καί φιλανθρωπικά καταστἠματα, καί οἱ ἱεροί ναοί τότε ηὐπόρουν· καί ταῦτα, τῶν χριστιανῶν προσφερόντων παράδες· νῦν δ’ ὃτε ἐξέλιπον οἱ παράδες καί ἀντικατεστάθησαν διά τῶν δεκαλέπτων καί πενταλέπτων, αἱ Ἐκκλησίαι περιῆλθον εἰς τήν ἐσχάτην ἒνδειαν, μή ἒχουσαι πολλάκις οὐδέ κηρόν, οὐδέ λίβανον, οὐδ’ ἒλαιον. Πόθεν ἆρά γε προέρχεται ἡ τοιαύτη κατάστασις; Ἐκ τοῦ ἐπικρατοῦντος συστήματος, καθ’ ὃ τήν διεύθυνσιν τῶν οἰκονομικῶν τοῦ ναοῦ ἀναλαμβάνει οὐχί ὁ τίμιος καί ὁ εὐσεβής. ἀλλ’ ὁ ἒχων πλείονας τάς ψήφους καί ἀνήκων εἰς τό κόμμα, ὃστις πρός ἀντιμισθίαν τῶν ἐκδουλεύσεών του εἰς τήν ἐπικρατήσασαν πολιτικήν μερίδα ἀρκεῖται καί μέ τό ῥουσφέτιον τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συμβούλου. Πολλάκις ἐπανελήφθη, καί πάντες γινώσκομεν, ὃτι ὁ θεσμός τῶν ἐκκλησιαστικῶν συμβουλίων κατά τό πλεῖστον ἀπέτυχε, σπανίων ἐξαιρέσεων ὑπαρχουσῶν, καθ’ ἃς οἱ ἐκκλησιαστικοί σύμβουλοι εὐλαβῶς διαχειρίζονται τήν ἐκκλησιαστικήν περιουσίαν. Ἑπομένως καί ὁ δεύτερος οὗτος πόρος τῆς Ἐκκλησίας βαθέως περικείρεται πρός βλάβην αὐτῆς καί πρός οὐδεμίαν ὠφέλειαν τῆς πολιτείας.

Ἡ κατάστασις λοιπόν αὓτη δέον νά μή διαφύγῃ τήν ὀξυδέρκειαν τῶν συγκροτούντων τήν παροῦσαν βουλήν, ἀλλά νά προκαλέσῃ τήν σύντονον αὐτῶν μέριμναν πρός βελτίωσιν τῶν καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων.

Πρός τοῦτο προτείνομεν τά ἐξῆς·

Ὃσον μέν ἀφορᾷ εἰς τήν μοναστηριακήν διοίκησιν, δέον νά ἐπανέλθωμεν εἰς τό ἀρχαῖον καθεστώς, τῶν κατά τόπους ἐπισκόπων ἐκλεγόντων τους ἡγουμένους ὡς διοικητάς τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας καί πνευματικούς πατέρας τῶν μοναζόντων, ὑπό τούτων τῷ ἐπισκόπῳ ὑποδεικνυμένους. Ἐάν δέ ποτε, ὃπερ ἀπευχόμεθα ἐπίσκοπός τις τοῦ δικαιώματος τούτου φανῇ καταχρώμενος, ἐγκρίνων εἰς ἡγούμενον οὐχί τόν κάλλιστον, τότε ἡ Σύνοδος ἀναλαμβάνει τό ἐπισκοπικόν δικαίωμα μετά προηγουμένην ἀνάκρισιν καί διορίζει ὃν ἐάν ἐγκρίνῃ ὑπό τῶν πατέρων ὑποδεικνύμενον. ὃσον δ’ ἀφορᾷ εἰς τήν διαχείρισιν τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας, καί αὓτη δέον συμφώνως τοῖς ἱεροῖς κανόσι νά τεθῇ ὑπό τήν ἂμεσον ἐπίβλεψιν καί ἐξέλεγξιν τῶν ἐπισκόπων, δικαιουμένης καί τῆς πολιτείας νά ἐπιβλέπῃ ταύτην καί ἐξελέγχῃ, ὁσάκις ἂν νομίζῃ τοῦτο εὒλογον, τούς διαχειριζομένους αὐτήν. Αὐτό τοῦτο δέον νά τεθῇ εἰς ἐνέργειαν, ὃσον ἀφορᾷ καί τήν τῶν ἐνοριακῶν ναῶν περιουσίαν, τῶν ἐπισκόπων ἐχόντων καί ἐπ’ αὐτῆς τήν ἂμεσον ἐπίβλεψιν καί ἐξέλεγξιν, μή ἀποκλειομένης ὃμως τῆς κυβερνητικῆς ἐπιβλέψεως καί ἐξελέγξεως. 

Τάς ἀνωτέρω σκέψεις περί διοικήσεως τῆς ἐκκλησίας, περί μορφώσεως τοῦ ἱεροῦ κλήρου καί περί χρησιμοποιήσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ὑποβάλλοντες τοῖς κ. ἀντιπροσώποις τοῦ ἒθνους, οὐδόλως ἀξιοῦμεν, ὃτι εἰσίν ἀλάνθαστοι· τοὐναντίον μάλιστα ὑπό πολλῶν μεριμνῶν περικυκλούμενοι, θεωροῦμεν ταύτας ἐλλιπεῖς καί δεομένας συμπληρώσεως καί ἐπεξεργασίας. Ἐκεῖνο ὃμως, ὃπερ διά τῆς δημοσιεύσεως τούτων ἐπιδιώκομεν, εἶναι ἒνθεν μέν ἡ ἒφεσις ὃπως ἲδωμεν τήν ἁγίαν ἡμῶν Ἐκκλησίαν κατέχουσαν τήν προσήκουσαν θέσιν, καί τόν ἱερόν κλῆρον ἀνερχόμενον εἰς τόν ἡψηλόν αὑτοῦ προορισμόν, ἒνθεν δέ ὃπως διεγείρωμεν τήν προσοχήν τῶν δυναμένων νά προκαλἐσωμεν συζήτησιν ἐπί τῶν σπουδαίων τούτων ἀντικειμένων, ἣτις γενομένη μετ’ εὐλαβείας ὀφειλομένης εἰς τήν ἁγίαν ἡμῶν Ἐκκλησίαν πολλῶν ἀγαθῶν ἒσται πρόξενος, κωλύουσα μέν τήν πρός τήν κατωφέρειαν κατάβασιν τοῦ ἒθνους, παρέχουσα δέ πολλά ἀγαθά τῇ πατρίδι τῇ τοσοῦτον στενῶς καί ἀδιαρρήκτως συνδεδεμένῃ μετά τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας.

Ἐγράφομεν ἐν Ἀθήναις τῇ 24 Μαΐου 1892

† Ὁ Ἀθηνῶν ΓΕΡΜΑΝΟΣ 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΙΕΡΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΩΩΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΗΝ «ΥΠΟΘΕΣΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ»

$
0
0
Ανά τους αιώνες πολλοί ήταν εκείνοι που προσπάθησαν να πλήξουν τον θεσμό της Εκκλησίας, είτε ευθέως με έωλα επιχειρήματα, με ιδεολογήματα και κάθε μορφής τεχνάσματα, είτε έμμεσα μέσω των κληρικών μελών της, των οποίων τα πραγματικά παραπτώματα ή τα κατασκευασμένα παραπτώματα, γίνονταν πολιορκητικός κριός για να πέσουν τα τείχη Της. 

Υπήρξαν και εκείνοι που υιοθέτησαν κάθε κατηγορία, προτού υπάρξει τελεσίδικη απόφαση της δικαιοσύνης, με το πρόσχημα της κάθαρσης, ως να ήταν οι ίδιοι καθαροί και αψεγάδιαστοι. Κάτι ανάλογο συνέβη και με το πολυθρύλητο σκάνδαλο της Μονής Βατοπαιδίου. 

Για εκείνους που ήθελαν να πλήξουν την Ελλάδα, χτυπώντας τα στηρίγματά της, στα οποία αναμφίλεκτα ανήκει και η Εκκλησία της, η υπόθεση έγινε όχημα κατασυκοφάντησης της ίδιας της Εκκλησίας, των κληρικών και των μοναχών της. Αν κρίνουμε από τα γεγονότα, πέτυχαν πρόσκαιρα να πλήξουν την Ελλάδα, πλήττοντας την εμπιστοσύνη του λαού της στην Εκκλησία του, ώστε την ώρα των αποφάσεων και της κρίσης, αυτή να είναι λαβωμένη και υπόδικη στην σκέψη του. 

Και αυτή η σκευωρία και το ψεύδος, ήρθε η ώρα να καταρρεύσουν παταγωδώς, όπως κατέρρευσαν, ανά τους αιώνες, ιδεολογίες, ιδεοληψίες και παντοειδή φληναφήματα, τα οποία προσέκρουσαν ως μανιασμένα κύματα στα Θεόκτιστα Τείχη της Εκκλησίας και δεν τα κλόνισαν. 

Κληρικοί και Μοναχοί, που χλευάζονται και ταλαιπωρούνται, κάθε φορά που πλήττεται η Εκκλησία, πρώτοι εκείνοι έσπευσαν να εργασθούν για την ανακούφιση του λαού του Θεού, με την εφευρετική αγάπη ως μέσο και την αυταπάρνηση, υλοποίησαν και συνεχίζουν να υλοποιούν αυτό το πολύπλευρο και πολυσχιδές κοινωνικό έργο, συστηματικά, καθημερινά, αθόρυβα, στο πλευρό του ταλαιπωρημένου από τα μνημόνια λαού, αλλά και των αλλοδαπών κατατρεγμένων συνανθρώπων μας. 

Η αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για την υπόθεση του Βατοπαιδίου, δείχνει ότι το ψεύδος δεν μπορεί να κατισχύσει της αληθείας, διότι αυτή είναι το φως, που πάντοτε κατισχύει του σκότους.

Αθήνα, 21 Μαρτίου 2017

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ 12 ΜΑΙΟΥ 2017

$
0
0
ΑΘΗΝΑ 12 – 5 – 2017
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος συνήλθε σε τακτική συνεδρίαση την Πέμπτη 11 Μαΐου 2017 και ασχολήθηκε με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης.
Ο πρόεδρος παρουσίασε την υπ’ αριθ. 781/2017 απόφαση του Α΄ τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των Ι. Μητροπόλεων Ηλείας, Χαλκίδος και Γλυφάδος κατά της υπ’ αριθ. Φ30215/9797/347/9.7.2009 απόφασης του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και δέχεται την παρέμβαση του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (κλάδος του οποίου είναι το Ταμείο Πρόνοιας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου, υπέρ του οποίου προορίζεται το 50% εκ των εσόδων των συγκεκριμένων παρεκκλησίων).
Το Δ.Σ. αποφάσισε να συνεργαστεί για το συγκεκριμένο θέμα, που αφορά τον εφημεριακό κλήρο όλης της Ελλάδας με την Ένωση Συνδέσμων Κληρικών Κρήτης, για κοινή δράση και κατάλληλες ενέργειες.
Ο αντιπρόεδρος και εκπρόσωπος του Ι.Σ.Κ.Ε. στην συμβουλευτική επιτροπή μισθωτών δημοσίου τομέα του ενιαίου φορέα κοινωνικής ασφάλισης  (ΕΦΚΑ) ενημέρωσε για την πρώτη συνεδρίαση του οργάνου στις 20/3/2017 και ότι βρίσκονται σε αναμονή μιας μελλοντικής συνεδρίασης.
Το Δ.Σ. ασχολήθηκε και με το θέμα της συζητούμενης αναθεώρησης του Συντάγματος και εστίασε την προσοχή του στα σημεία που αφορούν τις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας και αποφάσισε να συνεργαστεί και σε αυτό το κορυφαίο θέμα με την Ένωση Συνδέσμων Κληρικών Κρήτης, με κοινές ενέργειες και παρεμβάσεις.

ΕΚ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΥΠΟΥ

Viewing all 364 articles
Browse latest View live